Λεξισκόπιο: μεταναστεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

με-τα-να-στεύ-ω

Μορφολογία

μεταναστεύω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταναστεύωμεταναστεύουμε & μεταναστεύομε διαλ.
Βμεταναστεύειςμεταναστεύετε
Γμεταναστεύειμεταναστεύουν & μεταναστεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμετανάστευεμεταναστεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήμεταναστεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετανάστευσα & μετανάστεψα προφ. μεταναστεύσαμε & μεταναστέψαμε προφ.
Βμετανάστευσες & μετανάστεψες προφ. μεταναστεύσατε & μεταναστέψατε προφ.
Γμετανάστευσε & μετανάστεψε προφ. μετανάστευσαν & μετανάστεψαν προφ. & μεταναστέψαν προφ. & μεταναστέψανε προφ. & μεταναστεύσαν προφ. & μεταναστεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεταναστεύσω & μεταναστέψω προφ. μεταναστεύσουμε & μεταναστέψομε προφ. & μεταναστέψουμε προφ. & μεταναστεύσομε διαλ.
Βμεταναστεύσεις & μεταναστέψεις προφ. μεταναστεύσετε & μεταναστέψετε προφ.
Γμεταναστεύσει & μεταναστέψει προφ. μεταναστεύσουν & μεταναστέψουν προφ. & μεταναστέψουνε προφ. & μεταναστεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμετανάστευσε & μετανάστεψε προφ. μεταναστεύσετε & μεταναστεύστε & μεταναστέψτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατομεταναστεύσει & μεταναστέψει προφ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετανάστευαμεταναστεύαμε
Βμετανάστευεςμεταναστεύατε
Γμετανάστευεμετανάστευαν & μεταναστεύαν προφ. & μεταναστεύανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

μεταναστεύω ρήμ.

Σαποδημώ λόγ., εκπατρίζομαι λόγ., ξενιτεύομαι, μισεύω λαϊκ.+λογοτ. Απαλιννοστώ, επαναπατρίζομαι, επιστρέφω2


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.