Λεξισκόπιο: εκπατρίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

εκ-πα-τρί-ζο-μαι

Μορφολογία

εκπατρίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπατρίζομαιεκπατριζόμαστε
Βεκπατρίζεσαιεκπατρίζεστε & εκπατριζόσαστε προφ.
Γεκπατρίζεταιεκπατρίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκπατρίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεκπατριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπατρίστηκα & εκπατρίσθηκα λόγ. εκπατριστήκαμε & εκπατρισθήκαμε λόγ.
Βεκπατρίστηκες & εκπατρίσθηκες λόγ. εκπατριστήκατε & εκπατρισθήκατε λόγ.
Γεκπατρίστηκε & εκπατρίσθηκε λόγ. εκπατρίστηκαν & εκπατρίσθηκαν λόγ. & εκπατριστήκαν προφ. & εκπατριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπατριστώ & εκπατρισθώ λόγ. εκπατριστούμε & εκπατρισθούμε λόγ.
Βεκπατριστείς & εκπατρισθείς λόγ. εκπατριστείτε & εκπατρισθείτε λόγ.
Γεκπατριστεί & εκπατρισθεί λόγ. εκπατριστούν & εκπατρισθούν λόγ. & εκπατρισθούνε λόγ. & εκπατριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκπατρίσουεκπατριστείτε & εκπατρισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεκπατριστεί & εκπατρισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκπατριζόμουν & εκπατριζόμουνα προφ. εκπατριζόμασταν & εκπατριζόμαστε
Βεκπατριζόσουν & εκπατριζόσουνα προφ. εκπατριζόσασταν & εκπατριζόσαστε προφ.
Γεκπατριζόταν & εκπατριζότανε προφ. εκπατρίζονταν & εκπατριζόντανε προφ. & εκπατριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεκπατρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκπατρίζομαι ρήμ. λόγ.

Σξενιτεύομαι, αποδημώ λόγ., μεταναστεύω Αεπαναπατρίζομαι


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.