Λεξισκόπιο: δοκιμάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

δο-κι-μά-ζω

Μορφολογία

δοκιμάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκιμάζωδοκιμάζουμε & δοκιμάζομε διαλ.
Βδοκιμάζειςδοκιμάζετε
Γδοκιμάζειδοκιμάζουν & δοκιμάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδοκίμαζεδοκιμάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήδοκιμάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκίμασαδοκιμάσαμε
Βδοκίμασεςδοκιμάσατε
Γδοκίμασεδοκίμασαν & δοκιμάσαν προφ. & δοκιμάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκιμάσωδοκιμάσουμε & δοκιμάσομε διαλ.
Βδοκιμάσειςδοκιμάσετε
Γδοκιμάσειδοκιμάσουν & δοκιμάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδοκίμασεδοκιμάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοδοκιμάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκίμαζαδοκιμάζαμε
Βδοκίμαζεςδοκιμάζατε
Γδοκίμαζεδοκίμαζαν & δοκιμάζαν προφ. & δοκιμάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκιμάζομαιδοκιμαζόμαστε
Βδοκιμάζεσαιδοκιμάζεστε & δοκιμαζόσαστε προφ.
Γδοκιμάζεταιδοκιμάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βδοκιμάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήδοκιμαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκιμάστηκα & δοκιμάσθηκα λόγ. δοκιμαστήκαμε & δοκιμασθήκαμε λόγ.
Βδοκιμάστηκες & δοκιμάσθηκες λόγ. δοκιμαστήκατε & δοκιμασθήκατε λόγ.
Γδοκιμάστηκε & δοκιμάσθηκε λόγ. δοκιμάστηκαν & δοκιμάσθηκαν λόγ. & δοκιμαστήκαν προφ. & δοκιμαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκιμαστώ & δοκιμασθώ λόγ. δοκιμαστούμε & δοκιμασθούμε λόγ.
Βδοκιμαστείς & δοκιμασθείς λόγ. δοκιμαστείτε & δοκιμασθείτε λόγ.
Γδοκιμαστεί & δοκιμασθεί λόγ. δοκιμαστούν & δοκιμασθούν λόγ. & δοκιμασθούνε λόγ. & δοκιμαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βδοκιμάσουδοκιμαστείτε & δοκιμασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοδοκιμαστεί & δοκιμασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αδοκιμαζόμουν & δοκιμαζόμουνα προφ. δοκιμαζόμασταν & δοκιμαζόμαστε
Βδοκιμαζόσουν & δοκιμαζόσουνα προφ. δοκιμαζόσασταν & δοκιμαζόσαστε προφ.
Γδοκιμαζόταν & δοκιμαζότανε προφ. δοκιμάζονταν & δοκιμαζόντανε προφ. & δοκιμαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήδοκιμασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

δοκιμάζω ρήμ.

  1. Σελέγχω3, τεστάρω προφ.: Δοκιμάζει την αντοχή του.
  2. Σγεύομαι1: Δοκιμάζω το φαγητό.
  3. Σπροβάρω: Δοκιμάζω τα ρούχα.
  4. Σαισθάνομαι1, νιώθω1: Δοκίμασε μεγάλη χαρά.
  5. Σγνωρίζω3, βιώνω, ζω5: Δοκίμασε πολλές στερήσεις.
  6. Σεπιχειρώ, αποπειρώμαι λόγ., προσπαθώ2, κάνω δοκιμή: Δοκίμασε να αποδράσει.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.