Λεξισκόπιο: γεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

γεύ-ο-μαι

Μορφολογία

γεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγεύομαιγευόμαστε
Βγεύεσαιγεύεστε & γευόσαστε προφ.
Γγεύεταιγεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βγεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήγευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγεύτηκα & γεύθηκα λόγ. γευτήκαμε & γευθήκαμε λόγ.
Βγεύτηκες & γεύθηκες λόγ. γευτήκατε & γευθήκατε λόγ.
Γγεύτηκε & γεύθηκε λόγ. γεύτηκαν & γευθήκανε λόγ. & γεύθηκαν λόγ. & γευτήκαν προφ. & γευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγευτώ & γευθώ λόγ. γευτούμε & γευθούμε λόγ.
Βγευτείς & γευθείς λόγ. γευτείτε & γευθείτε λόγ.
Γγευτεί & γευθεί λόγ. γευτούν & γευθούν λόγ. & γευθούνε λόγ. & γευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βγεύσουγευτείτε & γευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατογευτεί & γευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αγευόμουν & γευόμουνα προφ. γευόμασταν & γευόμαστε
Βγευόσουν & γευόσουνα προφ. γευόσασταν & γευόσαστε προφ.
Γγευόταν & γευότανε προφ. γεύονταν & γευόντανε προφ. & γευόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

γεύομαι ρήμ.

  1. Σδοκιμάζω2: Γεύτηκε το φαγητό.
  2. Σγνωρίζω3, ζω5: Γεύτηκε τη χαρά της νίκης.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.