Λεξισκόπιο: αποζητάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-πο-ζη-τά-ω

Μορφολογία

αποζητάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποζητώ & αποζητάω προφ. αποζητάμε & αποζητούμε
Βαποζητάς & αποζητείςαποζητάτε & αποζητείτε
Γαποζητά & αποζητεί & αποζητάει προφ. αποζητούν & αποζητάν προφ. & αποζητάνε προφ. & αποζητούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποζήτα προφ. & αποζήταγε προφ. αποζητάτε & αποζητείτε
Ενεστώτας-Μετοχήαποζητώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποζήτησααποζητήσαμε
Βαποζήτησεςαποζητήσατε
Γαποζήτησεαποζήτησαν & αποζητήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποζητήσωαποζητήσουμε & αποζητήσομε διαλ.
Βαποζητήσειςαποζητήσετε
Γαποζητήσειαποζητήσουν & αποζητήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαποζήτησε & αποζήτα προφ. αποζητήσετε & αποζητήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαποζητήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααποζητούσα & αποζήταγα προφ. αποζητούσαμε & αποζητάγαμε προφ.
Βαποζητούσες & αποζήταγες προφ. αποζητούσατε & αποζητάγατε προφ.
Γαποζητούσε & αποζήταγε προφ. αποζητούσαν & αποζήταγαν προφ. & αποζητάγαν προφ. & αποζητάγανε προφ. & αποζητούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αποζητάω ρήμ.

  1. Σλαχταράω1, επιθυμώ3: Έχει καιρό να δει τον πατέρα του και τον αποζητάει.
  2. Σεπιζητώ, επιδιώκω, γυρεύω3: Αποζητάει ένα ηθικό στήριγμα.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.