Λεξισκόπιο: επιδιώκω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πι-δι-ώ-κω

Μορφολογία

επιδιώκω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιδιώκωεπιδιώκουμε & επιδιώκομε διαλ.
Βεπιδιώκειςεπιδιώκετε
Γεπιδιώκειεπιδιώκουν & επιδιώκουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιδίωκεεπιδιώκετε
Ενεστώτας-Μετοχήεπιδιώκοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπεδίωξα & επιδίωξαεπιδιώξαμε
Βεπεδίωξες & επιδίωξεςεπιδιώξατε
Γεπεδίωξε & επιδίωξεεπεδίωξαν & επιδίωξαν & επιδιώξαν προφ. & επιδιώξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπιδιώξωεπιδιώξουμε & επιδιώξομε διαλ.
Βεπιδιώξειςεπιδιώξετε
Γεπιδιώξειεπιδιώξουν & επιδιώξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπιδίωξεεπιδιώξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιδιώξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπεδίωκα & επιδίωκαεπιδιώκαμε
Βεπεδίωκες & επιδίωκεςεπιδιώκατε
Γεπεδίωκε & επιδίωκεεπεδίωκαν & επιδίωκαν & επιδιώκαν προφ. & επιδιώκανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γεπιδιώκεταιεπιδιώκονται
Ενεστώτας-Μετοχήεπιδιωκόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γεπιδιώχτηκε & επιδιώχθηκε λόγ. επιδιώχτηκαν & επιδιωχθήκαν λόγ. & επιδιωχθήκανε λόγ. & επιδιώχθηκαν λόγ. & επιδιωχτήκαν προφ. & επιδιωχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γεπιδιωχτεί & επιδιωχθεί λόγ. επιδιωχτούν & επιδιωχθούν λόγ. & επιδιωχθούνε λόγ. & επιδιωχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Ενικός
Βεπιδιώξου
Αόριστος-Απαρέμφατοεπιδιωχτεί & επιδιωχθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γεπιδιωκόταν & επιδιωκότανε προφ. επιδιώκονταν & επιδιωκόντανε προφ. & επιδιωκόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

επιδιώκω ρήμ.

Σεπιζητώ, γυρεύω3: Επιδιώκουν μια θέση στο δημόσιο. Ααποφεύγω4


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.