Λεξισκόπιο: ακούγεται

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-κού-γε-ται

Μορφολογία

ακούω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακούωακούμε
Βακούςακούτε
Γακούειακούν & ακούνε
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάκου & άκουγε προφ. ακούτε
Ενεστώτας-Μετοχήακούγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάκουσαακούσαμε
Βάκουσεςακούσατε
Γάκουσεάκουσαν & ακούσαν προφ. & ακούσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακούσωακούσουμε & ακούσομε διαλ.
Βακούσειςακούσετε
Γακούσειακούσουν & ακούσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βάκουσεακούστε
Αόριστος-Απαρέμφατοακούσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αάκουγαακούγαμε
Βάκουγεςακούγατε
Γάκουγεάκουγαν & ακούγαν προφ. & ακούγανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακούγομαιακουγόμαστε
Βακούγεσαιακούγεστε & ακουγόσαστε προφ.
Γακούγεταιακούγονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βακούγεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακούστηκαακουστήκαμε
Βακούστηκεςακουστήκατε
Γακούστηκεακούστηκαν & ακουστήκαν προφ. & ακουστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακουστώακουστούμε
Βακουστείςακουστείτε
Γακουστείακουστούν & ακουστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βακουστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοακουστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αακουγόμουν & ακουγόμουνα προφ. ακουγόμασταν & ακουγόμαστε
Βακουγόσουν & ακουγόσουνα προφ. ακουγόσασταν & ακουγόσαστε προφ.
Γακουγόταν & ακουγότανε προφ. ακούγονταν & ακουγόντανε προφ. & ακουγόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήακουσμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ακούω ρήμ.

  1. Σπιάνει τ' αυτί μου
  2. Σακροάζομαι
  3. Συπακούω, πειθαρχώ: Άκουσε τις συμβουλές μου.
  4. Σπληροφορούμαι, μαθαίνω1: Ακούσατε τα νέα;

ακούγεται

  1. Σφημολογείται, διαδίδεται1, συζητιέται
  2. Σηχεί2

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.