Λεξισκόπιο: μαθαίνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μα-θαί-νω

Μορφολογία

μαθαίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαθαίνωμαθαίνουμε & μαθαίνομε διαλ.
Βμαθαίνειςμαθαίνετε
Γμαθαίνειμαθαίνουν & μαθαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμάθαινεμαθαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήμαθαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέμαθαμάθαμε
Βέμαθεςμάθατε
Γέμαθεέμαθαν & μάθαν προφ. & μάθανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμάθωμάθουμε & μάθομε διαλ.
Βμάθειςμάθετε
Γμάθειμάθουν & μάθουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμάθεμάθετε
Αόριστος-Απαρέμφατομάθει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμάθαιναμαθαίναμε
Βμάθαινεςμαθαίνατε
Γμάθαινεμάθαιναν & μαθαίναν προφ. & μαθαίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαθαίνομαιμαθαινόμαστε
Βμαθαίνεσαιμαθαίνεστε & μαθαινόσαστε προφ.
Γμαθαίνεταιμαθαίνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμαθαίνεστε
Αόριστος-Προστακτική
Ενικός
Βμαθέψου
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαθαινόμουν & μαθαινόμουνα προφ. μαθαινόμασταν & μαθαινόμαστε
Βμαθαινόσουν & μαθαινόσουνα προφ. μαθαινόσασταν & μαθαινόσαστε προφ.
Γμαθαινόταν & μαθαινότανε προφ. μαθαίνονταν & μαθαινόντανε προφ. & μαθαινόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμαθημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μαθαίνω ρήμ.

  1. Σπληροφορούμαι: Έμαθα τα δυσάρεστα.
  2. Σανακαλύπτω3: Κάτι ύποπτο κρύβεται εδώ και θα κάνω το παν για να το μάθω.
  3. Σδιδάσκω2: Ο δάσκαλος μάς έμαθε σήμερα την προπαίδεια.
  4. Σδιδάσκομαι: Μαθαίνει αγγλικά.
  5. Σεθίζω λόγ.: Στη φυλακή τού έμαθαν τα ναρκωτικά.
  6. Σεθίζομαι λόγ.: Έμαθε το τσιγάρο. Ααπεξαρτώμαι2
  7. Σσυνηθίζω2: Έμαθε στην καλοπέραση. Αξεμαθαίνω1
  8. Σεξοικειώνομαι: Θα σε μάθει το γατάκι και δε θα σε φοβάται πια.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.