Λεξισκόπιο: ψιθυρίζεται

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ψι-θυ-ρί-ζε-ται

Μορφολογία

ψιθυρίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιθυρίζωψιθυρίζουμε & ψιθυρίζομε διαλ.
Βψιθυρίζειςψιθυρίζετε
Γψιθυρίζειψιθυρίζουν & ψιθυρίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψιθύριζεψιθυρίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήψιθυρίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιθύρισαψιθυρίσαμε
Βψιθύρισεςψιθυρίσατε
Γψιθυρίστηκε & ψιθύρισεψιθύρισαν & ψιθυρίσαν προφ. & ψιθυρίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιθυρίσωψιθυρίσουμε & ψιθυρίσομε διαλ.
Βψιθυρίσειςψιθυρίσετε
Γψιθυρίσειψιθυρίσουν & ψιθυρίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βψιθύρισεψιθυρίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοψιθυρίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αψιθύριζαψιθυρίζαμε
Βψιθύριζεςψιθυρίζατε
Γψιθύριζεψιθυρίζονταν & ψιθύριζαν & ψιθυρίζαν προφ. & ψιθυρίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γψιθυρίζεταιψιθυρίζονται
Αόριστος-Οριστική
Πληθυντικός
Α---
Β---
Γψιθυρίστηκαν & ψιθυριστήκαν προφ. & ψιθυριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γψιθυριστείψιθυριστούν & ψιθυριστούνε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοψιθυριστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γψιθυριζόταν & ψιθυριζότανε προφ. ψιθυριζόντανε προφ. & ψιθυριζόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

ψιθυρίζω ρήμ.

  1. Σλέω χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω2: Της ψιθύριζε γλυκόλογα. Αφωνάζω1
  2. Σμιλάω χαμηλόφωνα, κρυφομιλάω: Γιατί ψιθυρίζεις; Αφωνάζω2, υψώνω τη φωνή μου1

ψιθυρίζεται

Σφημολογείται, λέγεται, συζητιέται, ακούγεται1, διαδίδεται1: Ψιθυριζόταν ότι δωροδοκήθηκε.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.