Λεξισκόπιο: χορηγώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

χο-ρη-γώ

Μορφολογία

χορηγώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορηγώχορηγούμε
Βχορηγείςχορηγείτε
Γχορηγείχορηγούν & χορηγούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βχορηγείτε
Ενεστώτας-Μετοχήχορηγώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορήγησαχορηγήσαμε
Βχορήγησεςχορηγήσατε
Γχορήγησεχορήγησαν & χορηγήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορηγήσωχορηγήσουμε & χορηγήσομε διαλ.
Βχορηγήσειςχορηγήσετε
Γχορηγήσειχορηγήσουν & χορηγήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχορήγησεχορηγήσετε & χορηγήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοχορηγήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορηγούσαχορηγούσαμε
Βχορηγούσεςχορηγούσατε
Γχορηγούσεχορηγούσαν & χορηγούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορηγούμαιχορηγούμαστε
Βχορηγείσαιχορηγείστε
Γχορηγείταιχορηγούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βχορηγείστε
Ενεστώτας-Μετοχήχορηγούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορηγήθηκαχορηγηθήκαμε
Βχορηγήθηκεςχορηγηθήκατε
Γχορηγήθηκεχορηγήθηκαν & χορηγηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αχορηγηθώχορηγηθούμε
Βχορηγηθείςχορηγηθείτε
Γχορηγηθείχορηγηθούν & χορηγηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βχορηγήσουχορηγηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοχορηγηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γχορηγούνταν & χορηγείτο λόγ. χορηγούνταν & χορηγούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήχορηγημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

χορηγώ ρήμ. λόγ.

  1. Σπαρέχω2
  2. Σαπονέμω1, δίνω9: Χορηγούνται πτυχία ισότιμα με των ελληνικών πανεπιστημίων.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.