Λεξισκόπιο: σχολιάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σχο-λι-ά-ζω

Μορφολογία

σχολιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολιάζωσχολιάζουμε & σχολιάζομε διαλ.
Βσχολιάζειςσχολιάζετε
Γσχολιάζεισχολιάζουν & σχολιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσχολίαζεσχολιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήσχολιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολίασασχολιάσαμε
Βσχολίασεςσχολιάσατε
Γσχολίασεσχολίασαν & σχολιάσαν προφ. & σχολιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολιάσωσχολιάσουμε & σχολιάσομε διαλ.
Βσχολιάσειςσχολιάσετε
Γσχολιάσεισχολιάσουν & σχολιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσχολίασεσχολιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσχολιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολίαζασχολιάζαμε
Βσχολίαζεςσχολιάζατε
Γσχολίαζεσχολίαζαν & σχολιάζαν προφ. & σχολιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολιάζομαισχολιαζόμαστε
Βσχολιάζεσαισχολιάζεστε & σχολιαζόσαστε προφ.
Γσχολιάζεταισχολιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσχολιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσχολιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολιάστηκα & σχολιάσθηκα λόγ. σχολιαστήκαμε & σχολιασθήκαμε λόγ.
Βσχολιάστηκες & σχολιάσθηκες λόγ. σχολιαστήκατε & σχολιασθήκατε λόγ.
Γσχολιάστηκε & σχολιάσθηκε λόγ. σχολιάστηκαν & σχολιάσθηκαν λόγ. & σχολιαστήκαν προφ. & σχολιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολιαστώ & σχολιασθώ λόγ. σχολιαστούμε & σχολιασθούμε λόγ.
Βσχολιαστείς & σχολιασθείς λόγ. σχολιαστείτε & σχολιασθείτε λόγ.
Γσχολιαστεί & σχολιασθεί λόγ. σχολιαστούν & σχολιασθούν λόγ. & σχολιασθούνε λόγ. & σχολιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσχολιάσουσχολιαστείτε & σχολιασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοσχολιαστεί & σχολιασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασχολιαζόμουν & σχολιαζόμουνα προφ. σχολιαζόμασταν & σχολιαζόμαστε
Βσχολιαζόσουν & σχολιαζόσουνα προφ. σχολιαζόσασταν & σχολιαζόσαστε προφ.
Γσχολιαζόταν & σχολιαζότανε προφ. σχολιάζονταν & σχολιαζόντανε προφ. & σχολιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσχολιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

σχολιάζω ρήμ.

  1. Συπομνηματίζω
  2. Σκάνω σχόλια
  3. Σκουτσομπολεύω

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.