Λεξισκόπιο: συλλογίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συλ-λο-γί-ζο-μαι

Μορφολογία

συλλογίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυλλογίζομαισυλλογιζόμαστε
Βσυλλογίζεσαισυλλογίζεστε & συλλογιζόσαστε προφ.
Γσυλλογίζεταισυλλογίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσυλλογίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσυλλογιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυλλογίστηκα & συλλογίσθηκα λόγ. συλλογιστήκαμε & συλλογισθήκαμε λόγ.
Βσυλλογίστηκες & συλλογίσθηκες λόγ. συλλογιστήκατε & συλλογισθήκατε λόγ.
Γσυλλογίστηκε & συλλογίσθηκε λόγ. συλλογίστηκαν & συλλογίσθηκαν λόγ. & συλλογιστήκαν προφ. & συλλογιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυλλογιστώ & συλλογισθώ λόγ. συλλογιστούμε & συλλογισθούμε λόγ.
Βσυλλογιστείς & συλλογισθείς λόγ. συλλογιστείτε & συλλογισθείτε λόγ.
Γσυλλογιστεί & συλλογισθεί λόγ. συλλογιστούν & συλλογισθούν λόγ. & συλλογισθούνε λόγ. & συλλογιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυλλογίσουσυλλογιστείτε & συλλογισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοσυλλογιστεί & συλλογισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυλλογιζόμουν & συλλογιζόμουνα προφ. συλλογιζόμασταν & συλλογιζόμαστε
Βσυλλογιζόσουν & συλλογιζόσουνα προφ. συλλογιζόσασταν & συλλογιζόσαστε προφ.
Γσυλλογιζόταν & συλλογιζότανε προφ. συλλογίζονταν & συλλογιζόντανε προφ. & συλλογιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσυλλογισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

συλλογίζομαι ρήμ.

  1. Σσκέφτομαι1, διαλογίζομαι, στοχάζομαι1 λογοτ.
  2. Σλογαριάζω2, υπολογίζω4, λαμβάνω υπόψη λόγ.: Συλλογίσου τις συνέπειες. Ααψηφάω

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.