Λεξισκόπιο: περικόπτω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πε-ρι-κό-πτω

Μορφολογία

περικόπτω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερικόβω & περικόπτωπερικόβουμε & περικόπτουμε & περικόβομε διαλ. & περικόπτομε διαλ.
Βπερικόβεις & περικόπτειςπερικόβετε & περικόπτετε
Γπερικόβει & περικόπτειπερικόβουν & περικόπτουν & περικόβουνε προφ. & περικόπτουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπερίκοβε & περίκοπτεπερικόβετε & περικόπτετε
Ενεστώτας-Μετοχήπερικόβοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριέκοψαπερικόψαμε
Βπεριέκοψεςπερικόψατε
Γπεριέκοψεπεριέκοψαν & περικόψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερικόψωπερικόψουμε & περικόψομε διαλ.
Βπερικόψειςπερικόψετε
Γπερικόψειπερικόψουν & περικόψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπερίκοψεπερικόψετε & περικόψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπερικόψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεριέκοπταπερικόβαμε & περικόπταμε
Βπεριέκοπτεςπερικόβατε & περικόπτατε
Γπεριέκοπτεπεριέκοπταν & περικόβανε προφ. & περικόπτανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερικόβομαι & περικόπτομαιπερικοβόμαστε & περικοπτόμαστε
Βπερικόβεσαι & περικόπτεσαιπερικόβεστε & περικόπτεστε & περικοβόσαστε προφ. & περικοπτόσαστε προφ.
Γπερικόβεται & περικόπτεταιπερικόβονται & περικόπτονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπερικόβεστε & περικόπτεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπερικοπτόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερικόπηκαπερικοπήκαμε
Βπερικόπηκεςπερικοπήκατε
Γπερικόπηκεπερικόπηκαν & περικοπήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερικοπώπερικοπούμε
Βπερικοπείςπερικοπείτε
Γπερικοπείπερικοπούν & περικοπούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπερικόψουπερικοπείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπερικοπεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απερικοβόμουν & περικοπτόμουν & περικοβόμουνα προφ. & περικοπτόμουνα προφ. περικοβόμασταν & περικοβόμαστε & περικοπτόμασταν & περικοπτόμαστε
Βπερικοβόσουν & περικοπτόσουν & περικοβόσουνα προφ. & περικοπτόσουνα προφ. περικοβόσασταν & περικοπτόσασταν & περικοβόσαστε προφ. & περικοπτόσαστε προφ.
Γπερικοβόταν & περικοπτόταν & περικοβότανε προφ. & περικοπτότανε προφ. περικόβονταν & περικόπτονταν & περικοβόντανε προφ. & περικοβόντουσαν προφ. & περικοπτόντανε προφ. & περικοπτόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπερικομμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

περικόπτω ρήμ. λόγ.

Σμειώνω1, ελαττώνω: Περιέκοψαν τα κονδύλια.


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.