Λεξισκόπιο: οδηγώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-δη-γώ

Μορφολογία

οδηγώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδηγώ & οδηγάω προφ. οδηγάμε & οδηγούμε
Βοδηγάς & οδηγείςοδηγάτε & οδηγείτε
Γοδηγά & οδηγεί & οδηγάει προφ. οδηγούν & οδηγάν προφ. & οδηγάνε προφ. & οδηγούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοδήγα προφ. & οδήγαγε προφ. οδηγάτε & οδηγείτε
Ενεστώτας-Μετοχήοδηγώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδήγησαοδηγήσαμε
Βοδήγησεςοδηγήσατε
Γοδήγησεοδήγησαν & οδηγήσαν προφ. & οδηγήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδηγήσωοδηγήσουμε & οδηγήσομε διαλ.
Βοδηγήσειςοδηγήσετε
Γοδηγήσειοδηγήσουν & οδηγήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοδήγησε & οδήγα προφ. οδηγήσετε & οδηγήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοοδηγήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδήγαγα & οδηγούσαοδηγάγαμε & οδηγούσαμε
Βοδήγαγες & οδηγούσεςοδηγάγατε & οδηγούσατε
Γοδήγαγε & οδηγούσεοδήγαγαν & οδηγούσαν & οδηγάγαν προφ. & οδηγάγανε προφ. & οδηγούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδηγιέμαι & οδηγούμαιοδηγιόμαστε & οδηγούμαστε προφ.
Βοδηγείσαι & οδηγιέσαιοδηγείστε & οδηγιέστε & οδηγιόσαστε προφ.
Γοδηγείται & οδηγιέταιοδηγιούνται & οδηγούνται & οδηγιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βοδηγείστε & οδηγιέστε
Ενεστώτας-Μετοχήοδηγούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδηγήθηκαοδηγηθήκαμε
Βοδηγήθηκεςοδηγηθήκατε
Γοδηγήθηκεοδηγήθηκαν & οδηγηθήκαν προφ. & οδηγηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδηγηθώοδηγηθούμε
Βοδηγηθείςοδηγηθείτε
Γοδηγηθείοδηγηθούν & οδηγηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοδηγήσουοδηγηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοοδηγηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοδηγιόμουν & οδηγιόμουνα προφ. & οδηγούμουν προφ. οδηγιόμασταν & οδηγιόμαστε & οδηγούμασταν προφ. & οδηγούμαστε προφ.
Βοδηγιόσουν & οδηγιόσουνα προφ. οδηγιόσασταν & οδηγιόσαστε προφ.
Γοδηγιόταν & οδηγείτο λόγ. & οδηγιότανε προφ. & οδηγούνταν προφ. οδηγιούνταν & οδηγιόνταν & οδηγούντο λόγ. & οδηγιόντανε προφ. & οδηγιόντουσαν προφ. & οδηγούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήοδηγημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

οδηγώ ρήμ.

  1. Σκατευθύνω1, πάω: Ο υπηρέτης τούς οδήγησε στο σαλόνι.
  2. Σείμαι επικεφαλής, ηγούμαι λόγ.: Ναυτικό άγημα οδηγεί την παρέλαση.
  3. Σωθώ, εξωθώ: Η αποκάλυψη του σκανδάλου τούς οδήγησε σε παραίτηση.
  4. Σσοφάρω προφ.
  5. Σπιλοτάρω1

οδηγεί

Σκαταλήγει: Η πόρτα οδηγεί στην αυλή.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.