Λεξισκόπιο: κοιτάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κοι-τά-ζω

Μορφολογία

κοιτάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοιτάζω & κοιτώ & κοιτάω προφ. κοιτάζουμε & κοιτάμε & κοιτούμε & κοιτάζομε διαλ.
Βκοιτάζεις & κοιτάςκοιτάζετε & κοιτάτε
Γκοιτά & κοιτάζει & κοιτάει προφ. κοιτάζουν & κοιτούν & κοιτάζουνε προφ. & κοιτάν προφ. & κοιτάνε προφ. & κοιτούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκοίταζε & κοίτα προφ. & κοίταγε προφ. κοιτάζετε & κοιτάτε
Ενεστώτας-Μετοχήκοιτάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοίταξακοιτάξαμε
Βκοίταξεςκοιτάξατε
Γκοίταξεκοίταξαν & κοιτάξαν προφ. & κοιτάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοιτάξωκοιτάξουμε & κοιτάξομε διαλ.
Βκοιτάξειςκοιτάξετε
Γκοιτάξεικοιτάξουν & κοιτάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκοίταξε & κοίτα προφ. κοιτάξτε & κοιτάχτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκοιτάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοίταζα & κοιτούσα & κοίταγα προφ. κοιτάζαμε & κοιτούσαμε & κοιτάγαμε προφ.
Βκοίταζες & κοιτούσες & κοίταγες προφ. κοιτάζατε & κοιτούσατε & κοιτάγατε προφ.
Γκοίταζε & κοιτούσε & κοίταγε προφ. κοίταζαν & κοιτούσαν & κοίταγαν προφ. & κοιτάγαν προφ. & κοιτάγανε προφ. & κοιτάζαν προφ. & κοιτάζανε προφ. & κοιτούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοιτάζομαι & κοιτιέμαικοιταζόμαστε & κοιτιόμαστε
Βκοιτάζεσαι & κοιτιέσαικοιτάζεστε & κοιτιέστε & κοιταζόσαστε προφ. & κοιτιόσαστε προφ.
Γκοιτάζεται & κοιτιέταικοιτάζονται & κοιτιούνται & κοιτιόνται προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκοιτάζεστε & κοιτιέστε
Ενεστώτας-Μετοχήκοιταζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοιτάχτηκακοιταχτήκαμε
Βκοιτάχτηκεςκοιταχτήκατε
Γκοιτάχτηκεκοιτάχτηκαν & κοιταχτήκαν προφ. & κοιταχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοιταχτώκοιταχτούμε
Βκοιταχτείςκοιταχτείτε
Γκοιταχτείκοιταχτούν & κοιταχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκοιτάξουκοιταχτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκοιταχτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακοιταζόμουν & κοιτιόμουν & κοιταζόμουνα προφ. & κοιτιόμουνα προφ. κοιταζόμασταν & κοιταζόμαστε & κοιτιόμασταν & κοιτιόμαστε
Βκοιταζόσουν & κοιτιόσουν & κοιταζόσουνα προφ. & κοιτιόσουνα προφ. κοιταζόσασταν & κοιτιόσασταν & κοιταζόσαστε προφ. & κοιτιόσαστε προφ.
Γκοιταζόταν & κοιτιόταν & κοιταζότανε προφ. & κοιτιότανε προφ. κοιτάζονταν & κοιτιούνταν & κοιτιόνταν & κοιταζόντανε προφ. & κοιταζόντουσαν προφ. & κοιτιόντανε προφ. & κοιτιόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκοιταγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κοιτάζω & κοιτάω ρήμ.

  1. Σθωρώ λαϊκ.+λογοτ.
  2. Σενδιαφέρομαι, νοιάζομαι1: Κοιτάζω πάντα τη δουλειά μου.
  3.  προφ. Σεξετάζω4: Να την κοιτάξει κάποιος ψυχίατρος.

5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.