Λεξισκόπιο: καταδικάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τα-δι-κά-ζω

Μορφολογία

καταδικάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδικάζωκαταδικάζουμε & καταδικάζομε διαλ.
Βκαταδικάζειςκαταδικάζετε
Γκαταδικάζεικαταδικάζουν & καταδικάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταδίκαζεκαταδικάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαταδικάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδίκασακαταδικάσαμε
Βκαταδίκασεςκαταδικάσατε
Γκαταδίκασεκαταδίκασαν & καταδικάσαν προφ. & καταδικάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδικάσωκαταδικάσουμε & καταδικάσομε διαλ.
Βκαταδικάσειςκαταδικάσετε
Γκαταδικάσεικαταδικάσουν & καταδικάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταδίκασεκαταδικάσετε & καταδικάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαταδικάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδίκαζακαταδικάζαμε
Βκαταδίκαζεςκαταδικάζατε
Γκαταδίκαζεκαταδίκαζαν & καταδικάζαν προφ. & καταδικάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδικάζομαικαταδικαζόμαστε
Βκαταδικάζεσαικαταδικάζεστε & καταδικαζόσαστε προφ.
Γκαταδικάζεταικαταδικάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαταδικάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαταδικαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδικάστηκα & καταδικάσθηκα λόγ. καταδικαστήκαμε & καταδικασθήκαμε λόγ.
Βκαταδικάστηκες & καταδικάσθηκες λόγ. καταδικαστήκατε & καταδικασθήκατε λόγ.
Γκαταδικάστηκε & καταδικάσθηκε λόγ. καταδικάστηκαν & καταδικάσθηκαν λόγ. & καταδικαστήκαν προφ. & καταδικαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδικαστώ & καταδικασθώ λόγ. καταδικαστούμε & καταδικασθούμε λόγ.
Βκαταδικαστείς & καταδικασθείς λόγ. καταδικαστείτε & καταδικασθείτε λόγ.
Γκαταδικαστεί & καταδικασθεί λόγ. καταδικαστούν & καταδικασθούν λόγ. & καταδικασθούνε λόγ. & καταδικαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαταδικάσουκαταδικαστείτε & καταδικασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκαταδικαστεί & καταδικασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαταδικαζόμουν & καταδικαζόμουνα προφ. καταδικαζόμασταν & καταδικαζόμαστε
Βκαταδικαζόσουν & καταδικαζόσουνα προφ. καταδικαζόσασταν & καταδικαζόσαστε προφ.
Γκαταδικαζόταν & καταδικαζότανε προφ. καταδικάζονταν & καταδικαζόντανε προφ. & καταδικαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαταδικασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καταδικάζω ρήμ.

  1. Ααπαλλάσσω3, αθωώνω
  2. Σαποδοκιμάζω1, κατακρίνω Αεπιδοκιμάζω, επικροτώ
  3. Σξεγράφω2 προφ.: Οι γιατροί τον έχουν καταδικάσει.

Προθήματα - Επιθήματα

κατα- [kata]

κατά- [katá] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
κατ- [kat-] και κάτ- [kát-] πριν από φωνήεν
καθ- [kaθ-] και κάθ- [káθ-] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση κατά.

1. Προς τα κάτω

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κίνηση γίνεται με κατεύθυνση προς τα κάτω. Για παράδειγμα, όταν καταδύομαι βουτάω, βυθίζομαι στο νερό.

κατάβαση

καταχθόνιος, -α, -ο

καταβιβάζω

καταβίβαση

καταρρέω

καταρροή

καταχωνιάζω

κατηφόρα

κατέρχομαι

κατολίσθηση

κατοπτεύω

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ανα-* (π.χ. κατέρχομαιανέρχομαι, κατάβασηανάβαση).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το κατα- έχουν μεταφορική σημασία.

καταναγκασμός

καταναγκαστικός, -ή, -ό

καταναγκάζω

καταπίεση

καταπιεστικός, -ή, -ό

καταπιέζω

Το κατα- μπορεί να δηλώνει ότι κάτι μειώνεται, γίνεται λιγότερο οξύ. Για παράδειγμα, το φάρμακο καταπραΰνει τον πόνο.

καταλαγιάζω, καταπραΰνω

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κατα- δηλώνει τοποθέτηση σε σειρά, ταξινόμηση κτλ. Για παράδειγμα, τα δεδομένα καταχωρίζονται στη μνήμη του υπολογιστή.

καταγράφω, καταμετράω/-ώ, κατανέμω, κατατάσσω, καταχωρίζω (και καταχωρώ)

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το κατα- σχηματίζει ρήματα και επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει ή υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, όταν καταγοητεύω κάποιον τον γοητεύω πάρα πολύ, ενώ ο καταγάλανος ουρανός είναι πάρα πολύ γαλανός και καθαρός.

καταγάλανος, -η, -ο

καταβυθίζω

κατακαημένος, -η, -ο

καταγοητεύω

κατακαίνουριος, -η, -ο / κατακαίνουργος, -η, -ο

κατακερματίζω

κατακίτρινος, -η, -ο

κατακλέβω

κατακόκκινος, -η, -ο

κατακόβω

κατάλευκος, -η, -ο

κατακοκκινίζω

καταπράσινος, -η, -ο

κατακυριεύω

κάτασπρος, -η, -ο

κατατρομάζω

καταφανής, -ής, -ές

καταχειροκροτώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το κατα- δηλώνει το μέσο ενός χρονικού διαστήματος όταν συνδυάζεται με τις λέξεις καλοκαίρι, μεσημέρι, χειμώνας. Για παράδειγμα, το κατακαλόκαιρο είναι η καρδιά του καλοκαιριού.

κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταχείμωνο

⇨ Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και το μεσο-* (π.χ. μεσοκαλόκαιρο, μεσοχείμωνο).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.

3. Εναντίον

Το κατα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή κάτι. Για παράδειγμα, καταψηφίζω μία πρόταση όταν την ψηφίζω αρνητικά.

καταδίκη

καταδικαστικός, -ή, -ό

καταδικάζω

κατάδικος

καταδιωκτικός, -ή, -ό

καταδιώκω

καταδίωξη

κατακριτέος, -α, -ο

κατακρίνω

κατακραυγή

καταπατώ

καταπολέμηση

καταπολεμώ

καταψηφίζω

-δικ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δικ- αναφέρονται στη δικαιοσύνη, είτε ως αφηρημένη έννοια είτε ως θεσμό του κράτους.Το συστατικό -δικ- προέρχεται από το ουσιαστικό δίκη. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δικώ [δikó]

Για παράδειγμα, δύο πρόσωπα αντιδικούν όταν βρίσκονται σε αντιδικία, δηλαδή σε έντονη αντιπαράθεση για κάποιο ζήτημα που τους αφορά· όταν κανείς φυγοδικεί δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο σκόπιμα, για να μη δικαστεί.

αδικώ, αντιδικώ, αυτοδικώ, ερημοδικώ, στρεψοδικώ, φυγοδικώ, χειροδικώ

✔ Το συστατικό -δικ- υπάρχει και σε ρήματα όπως διεκδικώ, εκδικούμαι και αντεκδικούμαι (και τα παράγωγά τους διεκδίκηση, εκδίκηση, αντεκδίκηση), που νοηματικά δε συνδέονται άμεσα με τη δικαιοσύνη.

Ουσιαστικά

-δικείο [δik̃ío]

Για παράδειγμα, στο κακουργιοδικείο γίνονται δίκες κακουργημάτων· στο ναυτοδικείο γίνονται δίκες αδικημάτων που διαπράττονται στο ναυτικό σώμα.

αεροδικείο, ειρηνοδικείο, εκλογοδικείο, κακουργιοδικείο / κακουργοδικείο, ναυτοδικείο, πλημμελειοδικείο, πρωτοδικείο, πταισματοδικείο, στρατοδικείο

-δίκης [δík̃is]

Για παράδειγμα, ο στρατοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με αδικήματα τα οποία διαπράττονται στο στρατιωτικό σώμα· ο πταισματοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με πταίσματα.

αεροδίκης, ειρηνοδίκης, εκλογοδίκης (σπάνιο), ελλανοδίκης, κακουργιοδίκης / κακουργοδίκης, ναυτοδίκης, πλημμελειοδίκης, πρωτοδίκης, πταισματοδίκης, στρατοδίκης, χασοδίκης (ειρωνικά, ο δικηγόρος που χάνει δικαστικές υποθέσεις)

-δικία [δik̃ía]

Για παράδειγμα, αυτοδικία είναι η αυθαίρετη ανταπόδοση αδικήματος (η τιμωρία κάποιου που μας αδίκησε από εμάς τους ίδιους και όχι από το νόμο), ενώ στο νομικό λεξιλόγιο κακοδικία είναι η άδικη δικαστική απόφαση.

αδικία, ανθρωποδικία, αντιδικία, αρνησιδικία, αυτοδικία, δωσιδικία, εκκρεμοδικία, ερημοδικία, ετεροδικία, ευθυδικία, θεοδικία, κακοδικία, ομοδικία, παλινδικία (σπάνιο), στρεψοδικία, τελεσιδικία, υποδικία, φυγοδικία, χειροδικία

-δικος [δikos] (αρσ. και θηλ.)

(νομ.) Για παράδειγμα, ο κατάδικος είναι αυτός που καταδικάστηκε από το δικαστήριο και βρίσκεται στη φυλακή.

διάδικος, κατάδικος, σύνδικος, φυγόδικος

Επίθετα

-δικος [δikos], -δικη, -δικο

Για παράδειγμα, μία δικαστική απόφαση είναι τελεσίδικη όταν δεν μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί· τα ένδικα μέσα είναι οι δυνατότητες που παρέχει στους πολίτες ο θεσμός της δικαιοσύνης.

άδικος, αντίδικος, ένδικος, εξώδικος, ομόδικος, πρωτόδικος, στρεψόδικος, τελεσίδικος, υπόδικος, φιλόδικος

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.