Λεξισκόπιο: θεσπίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θε-σπί-ζω

Μορφολογία

θεσπίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεσπίζωθεσπίζουμε & θεσπίζομε διαλ.
Βθεσπίζειςθεσπίζετε
Γθεσπίζειθεσπίζουν & θεσπίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθέσπιζεθεσπίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήθεσπίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθέσπισαθεσπίσαμε
Βθέσπισεςθεσπίσατε
Γθέσπισεθέσπισαν & θεσπίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεσπίσωθεσπίσουμε & θεσπίσομε διαλ.
Βθεσπίσειςθεσπίσετε
Γθεσπίσειθεσπίσουν & θεσπίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθέσπισεθεσπίσετε & θεσπίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθεσπίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθέσπιζαθεσπίζαμε
Βθέσπιζεςθεσπίζατε
Γθέσπιζεθέσπιζαν & θεσπίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεσπίζομαιθεσπιζόμαστε
Βθεσπίζεσαιθεσπίζεστε & θεσπιζόσαστε προφ.
Γθεσπίζεταιθεσπίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθεσπίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήθεσπιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεσπίστηκα & θεσπίσθηκα λόγ. θεσπιστήκαμε & θεσπισθήκαμε λόγ.
Βθεσπίστηκες & θεσπίσθηκες λόγ. θεσπιστήκατε & θεσπισθήκατε λόγ.
Γθεσπίστηκε & θεσπίσθηκε λόγ. θεσπίστηκαν & θεσπίσθηκαν λόγ. & θεσπιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεσπιστώ & θεσπισθώ λόγ. θεσπιστούμε & θεσπισθούμε λόγ.
Βθεσπιστείς & θεσπισθείς λόγ. θεσπιστείτε & θεσπισθείτε λόγ.
Γθεσπιστεί & θεσπισθεί λόγ. θεσπιστούν & θεσπισθούν λόγ. & θεσπισθούνε λόγ. & θεσπιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθεσπίσουθεσπιστείτε & θεσπισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοθεσπιστεί & θεσπισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθεσπιζόμουν & θεσπιζόμουνα προφ. θεσπιζόμασταν & θεσπιζόμαστε
Βθεσπιζόσουν & θεσπιζόσουνα προφ. θεσπιζόσασταν & θεσπιζόσαστε προφ.
Γθεσπιζόταν & θεσπιζότανε προφ. θεσπίζονταν & θεσπιζόντανε προφ. & θεσπιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήθεσπισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θεσπίζω ρήμ.

Σθεσμοθετώ2, καθιερώνω1: Το σύνταγμα θεσπίζει την ανεξιθρησκία.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.