Λεξισκόπιο: ετοιμάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-τοι-μά-ζω

Μορφολογία

ετοιμάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοιμάζωετοιμάζουμε & ετοιμάζομε διαλ.
Βετοιμάζειςετοιμάζετε
Γετοιμάζειετοιμάζουν & ετοιμάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βετοίμαζεετοιμάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήετοιμάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοίμασαετοιμάσαμε
Βετοίμασεςετοιμάσατε
Γετοίμασεετοίμασαν & ετοιμάσαν προφ. & ετοιμάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοιμάσωετοιμάσουμε & ετοιμάσομε διαλ.
Βετοιμάσειςετοιμάσετε
Γετοιμάσειετοιμάσουν & ετοιμάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βετοίμασεετοιμάσετε & ετοιμάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοετοιμάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοίμαζαετοιμάζαμε
Βετοίμαζεςετοιμάζατε
Γετοίμαζεετοίμαζαν & ετοιμάζαν προφ. & ετοιμάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοιμάζομαιετοιμαζόμαστε
Βετοιμάζεσαιετοιμάζεστε & ετοιμαζόσαστε προφ.
Γετοιμάζεταιετοιμάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βετοιμάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήετοιμαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοιμάστηκαετοιμαστήκαμε
Βετοιμάστηκεςετοιμαστήκατε
Γετοιμάστηκεετοιμάστηκαν & ετοιμαστήκαν προφ. & ετοιμαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοιμαστώετοιμαστούμε
Βετοιμαστείςετοιμαστείτε
Γετοιμαστείετοιμαστούν & ετοιμαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βετοιμάσουετοιμαστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοετοιμαστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αετοιμαζόμουν & ετοιμαζόμουνα προφ. ετοιμαζόμασταν & ετοιμαζόμαστε
Βετοιμαζόσουν & ετοιμαζόσουνα προφ. ετοιμαζόσασταν & ετοιμαζόσαστε προφ.
Γετοιμαζόταν & ετοιμαζότανε προφ. ετοιμάζονταν & ετοιμαζόντανε προφ. & ετοιμαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήετοιμασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ετοιμάζω ρήμ.

  1. Σσχεδιάζω3, προγραμματίζω1
  2. Σπαρασκευάζω1, φτιάχνω2 προφ.
  3. Σπροετοιμάζω1
  4. Σσυγυρίζω1, τακτοποιώ1, συμμαζεύω1

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.