Λεξισκόπιο: επαληθεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-πα-λη-θεύ-ω

Μορφολογία

επαληθεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαληθεύωεπαληθεύουμε & επαληθεύομε διαλ.
Βεπαληθεύειςεπαληθεύετε
Γεπαληθεύειεπαληθεύουν & επαληθεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπαλήθευεεπαληθεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήεπαληθεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαλήθευσαεπαληθεύσαμε
Βεπαλήθευσεςεπαληθεύσατε
Γεπαλήθευσεεπαλήθευσαν & επαληθεύσαν προφ. & επαληθεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαληθεύσωεπαληθεύσουμε & επαληθεύσομε διαλ.
Βεπαληθεύσειςεπαληθεύσετε
Γεπαληθεύσειεπαληθεύσουν & επαληθεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπαλήθευσεεπαληθεύσετε & επαληθεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεπαληθεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαλήθευαεπαληθεύαμε
Βεπαλήθευεςεπαληθεύατε
Γεπαλήθευεεπαλήθευαν & επαληθεύαν προφ. & επαληθεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαληθεύομαιεπαληθευόμαστε
Βεπαληθεύεσαιεπαληθεύεστε & επαληθευόσαστε προφ.
Γεπαληθεύεταιεπαληθεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεπαληθεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεπαληθευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαληθεύτηκα & επαληθεύθηκα λόγ. επαληθευτήκαμε & επαληθευθήκαμε λόγ.
Βεπαληθεύτηκες & επαληθεύθηκες λόγ. επαληθευτήκατε & επαληθευθήκατε λόγ.
Γεπαληθεύτηκε & επαληθεύθηκε λόγ. επαληθεύτηκαν & επαληθευθήκανε λόγ. & επαληθεύθηκαν λόγ. & επαληθευτήκαν προφ. & επαληθευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαληθευτώ & επαληθευθώ λόγ. επαληθευτούμε & επαληθευθούμε λόγ.
Βεπαληθευτείς & επαληθευθείς λόγ. επαληθευτείτε & επαληθευθείτε λόγ.
Γεπαληθευτεί & επαληθευθεί λόγ. επαληθευτούν & επαληθευθούν λόγ. & επαληθευθούνε λόγ. & επαληθευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεπαληθεύσουεπαληθευτείτε & επαληθευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεπαληθευτεί & επαληθευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεπαληθευόμουν & επαληθευόμουνα προφ. επαληθευόμασταν & επαληθευόμαστε
Βεπαληθευόσουν & επαληθευόσουνα προφ. επαληθευόσασταν & επαληθευόσαστε προφ.
Γεπαληθευόταν & επαληθευότανε προφ. επαληθεύονταν & επαληθευόντανε προφ. & επαληθευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεπαληθευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

επαληθεύω ρήμ.

  1. Σεπιβεβαιώνω2: Οι εξελίξεις επαλήθευσαν τις προβλέψεις.
  2. Σελέγχω4, διασταυρώνω2: Επαληθεύστε τις αριθμητικές πράξεις.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.