Λεξισκόπιο: εκτοπίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-κτο-πί-ζω

Μορφολογία

εκτοπίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτοπίζωεκτοπίζουμε & εκτοπίζομε διαλ.
Βεκτοπίζειςεκτοπίζετε
Γεκτοπίζειεκτοπίζουν & εκτοπίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκτόπιζεεκτοπίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήεκτοπίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτόπισαεκτοπίσαμε
Βεκτόπισεςεκτοπίσατε
Γεκτόπισεεκτόπισαν & εκτοπίσαν προφ. & εκτοπίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτοπίσωεκτοπίσουμε & εκτοπίσομε διαλ.
Βεκτοπίσειςεκτοπίσετε
Γεκτοπίσειεκτοπίσουν & εκτοπίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκτόπισεεκτοπίσετε & εκτοπίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοεκτοπίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτόπιζαεκτοπίζαμε
Βεκτόπιζεςεκτοπίζατε
Γεκτόπιζεεκτόπιζαν & εκτοπίζαν προφ. & εκτοπίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτοπίζομαιεκτοπιζόμαστε
Βεκτοπίζεσαιεκτοπίζεστε & εκτοπιζόσαστε προφ.
Γεκτοπίζεταιεκτοπίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκτοπίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήεκτοπιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτοπίστηκα & εκτοπίσθηκα λόγ. εκτοπιστήκαμε & εκτοπισθήκαμε λόγ.
Βεκτοπίστηκες & εκτοπίσθηκες λόγ. εκτοπιστήκατε & εκτοπισθήκατε λόγ.
Γεκτοπίστηκε & εκτοπίσθηκε λόγ. εκτοπίστηκαν & εκτοπίσθηκαν λόγ. & εκτοπιστήκαν προφ. & εκτοπιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτοπιστώ & εκτοπισθώ λόγ. εκτοπιστούμε & εκτοπισθούμε λόγ.
Βεκτοπιστείς & εκτοπισθείς λόγ. εκτοπιστείτε & εκτοπισθείτε λόγ.
Γεκτοπιστεί & εκτοπισθεί λόγ. εκτοπιστούν & εκτοπισθούν λόγ. & εκτοπισθούνε λόγ. & εκτοπιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκτοπίσουεκτοπιστείτε & εκτοπισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοεκτοπιστεί & εκτοπισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκτοπιζόμουν & εκτοπιζόμουνα προφ. εκτοπιζόμασταν & εκτοπιζόμαστε
Βεκτοπιζόσουν & εκτοπιζόσουνα προφ. εκτοπιζόσασταν & εκτοπιζόσαστε προφ.
Γεκτοπιζόταν & εκτοπιζότανε προφ. εκτοπίζονταν & εκτοπιζόντανε προφ. & εκτοπιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήεκτοπισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκτοπίζω ρήμ.

  1. Σαπομακρύνω: Προσπάθησε να τον εκτοπίσει από το πολιτικό σκηνικό.
  2. Σεξορίζω

Προθήματα - Επιθήματα

εκ- [ek]

έκ- [ék] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εξ- [eks] και έξ- [éks] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ.

1. Προς τα έξω

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κίνηση προς τα έξω. Για παράδειγμα, όταν ένα τρένο εκτροχιάζεται βγαίνει έξω από την τροχιά του, ενώ με την εκπνοή αφήνουμε τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια μας.

εκπνοή

εκπαραθυρώνω

εκροή

εκστομίζω

εκφορά

εκσφενδονίζω

εξαγωγή

εκτοξεύω

εξιτήριο

εκτροχιάζω

έξοδος

εξάγω

εξέρχομαι

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εισ-* (π.χ. εξέρχομαιεισέρχομαι, εκπνοήεισπνοή).

2. Εκτός ορίων

Το εκ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ή κινείται εκτός κάποιων ορίων. Για παράδειγμα, μία έκνομη πράξη είναι έξω από το νόμο, παράνομη, ενώ όταν καταθέτουμε κάτι εκπρόθεσμα το καταθέτουμε μετά τη λήξη της προθεσμίας.

έκνομος, -η, -ο, εκπρόθεσμος, -η, -ο, έκρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εν-* (π.χ. έκνομοςέννομος, εκπρόθεσμοςεμπρόθεσμος).

3. Απομάκρυνση, αφαίρεση

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την απομάκρυνση ή την αφαίρεση ενός πράγματος από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, ο εκπατρισμός είναι η απομάκρυνση από την πατρίδα ή η εγκατάλειψή της· όταν κανείς εκριζώνει ένα δέντρο το αφαιρεί μαζί με τις ρίζες του από το έδαφος.

εκπατρισμός

εκθεμελιώνω

εκπωμάτιση

εκθρονίζω

εκφυλισμός

εκριζώνω

εκχιονισμός

εκτοπίζω

εκχύμωση

εκφορτώνω

εξαερισμός

εκχερσώνω

εξαέρωση

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι μεταβάλλεται αποκτώντας μια ιδιότητα που δεν είχε παλιότερα. Για παράδειγμα, με τον εκσυγχρονισμό κάτι παλιό αποκτά σύγχρονα χαρακτηριστικά· όταν εκλαϊκεύουμε μια επιστημονική θεωρία τη διατυπώνουμε με απλά λόγια για να την καταλαβαίνουν όλοι.

εκδημοκρατισμός

εκθηλύνω

εκθήλυνση

εκκενώνω

εκκένωση

εκλαϊκεύω

εκλαΐκευση

εκλεπτύνω

εκλατινισμός

εκμοντερνίζω

εκλέπτυνση

εκπολιτίζω

εκλογίκευση

εκσυγχρονίζω

εκμοντερνισμός

εξαθλιώνω

εκσυγχρονισμός

εξατμίζω

εξαθλίωση

εξελληνίζω

εξάτμιση

εξευρωπαΐζω

εξελληνισμός

εξευρωπαϊσμός


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.