Λεξισκόπιο: εκλαμβάνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ε-κλαμ-βά-νω

Μορφολογία

εκλαμβάνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκλαμβάνωεκλαμβάνουμε & εκλαμβάνομε διαλ.
Βεκλαμβάνειςεκλαμβάνετε
Γεκλαμβάνειεκλαμβάνουν & εκλαμβάνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βεκλάμβανεεκλαμβάνετε
Ενεστώτας-Μετοχήεκλαμβάνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεξέλαβαεκλάβαμε
Βεξέλαβεςεκλάβατε
Γεξέλαβεεξέλαβαν & εκλάβανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκλάβωεκλάβουμε & εκλάβομε διαλ.
Βεκλάβειςεκλάβετε
Γεκλάβειεκλάβουν & εκλάβουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βέκλαβεεκλάβετε
Αόριστος-Απαρέμφατοεκλάβει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκλάμβαναεκλαμβάναμε
Βεκλάμβανεςεκλαμβάνατε
Γεκλάμβανεεκλάμβαναν & εκλαμβάνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκλαμβάνομαιεκλαμβανόμαστε
Βεκλαμβάνεσαιεκλαμβάνεστε & εκλαμβάνεσθε λόγ. & εκλαμβανόσαστε προφ.
Γεκλαμβάνεταιεκλαμβάνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκλαμβάνεστε & εκλαμβάνεσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήεκλαμβανόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκλήφθηκα & εξελήφθην λόγ. εκληφθήκαμε
Βεκλήφθηκες & εξελήφθης λόγ. εκληφθήκατε
Γεκλήφθηκε & εξελήφθη λόγ. εκλήφθηκαν & εξελήφθησαν λόγ. & εκληφθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκληφθώεκληφθούμε
Βεκληφθείςεκληφθείτε
Γεκληφθείεκληφθούν & εκληφθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βεκληφθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοεκληφθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αεκλαμβανόμουνεκλαμβανόμασταν & εκλαμβανόμαστε
Βεκλαμβανόσουνεκλαμβανόσασταν & εκλαμβανόσαστε προφ.
Γεκλαμβανότανεκλαμβάνονταν

Συνώνυμα - Αντίθετα

εκλαμβάνω ρήμ. λόγ.

Σθεωρώ2, παίρνω21, βλέπω11: Να το εκλάβω ως προσβολή;


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.