Λεξισκόπιο: βαφτίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

βα-φτί-ζω

Μορφολογία

βαφτίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφτίζωβαφτίζουμε & βαφτίζομε διαλ.
Ββαφτίζειςβαφτίζετε
Γβαφτίζειβαφτίζουν & βαφτίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάφτιζεβαφτίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήβαφτίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάφτισαβαφτίσαμε
Ββάφτισεςβαφτίσατε
Γβάφτισεβάφτισαν & βαφτίσαν προφ. & βαφτίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφτίσωβαφτίσουμε & βαφτίσομε διαλ.
Ββαφτίσειςβαφτίσετε
Γβαφτίσειβαφτίσουν & βαφτίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββάφτισεβαφτίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοβαφτίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβάφτιζαβαφτίζαμε
Ββάφτιζεςβαφτίζατε
Γβάφτιζεβάφτιζαν & βαφτίζαν προφ. & βαφτίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφτίζομαιβαφτιζόμαστε
Ββαφτίζεσαιβαφτίζεστε & βαφτιζόσαστε προφ.
Γβαφτίζεταιβαφτίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Ββαφτίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήβαφτιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφτίστηκαβαφτιστήκαμε
Ββαφτίστηκεςβαφτιστήκατε
Γβαφτίστηκεβαφτίστηκαν & βαφτιστήκαν προφ. & βαφτιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφτιστώβαφτιστούμε
Ββαφτιστείςβαφτιστείτε
Γβαφτιστείβαφτιστούν & βαφτιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ββαφτίσουβαφτιστείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοβαφτιστεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αβαφτιζόμουν & βαφτιζόμουνα προφ. βαφτιζόμασταν & βαφτιζόμαστε
Ββαφτιζόσουν & βαφτιζόσουνα προφ. βαφτιζόσασταν & βαφτιζόσαστε προφ.
Γβαφτιζόταν & βαφτιζότανε προφ. βαφτίζονταν & βαφτιζόντανε προφ. & βαφτιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήβαφτισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

βαφτίζω & βαπτίζω ρήμ.

  1. Σ: τελώ βάφτιση
  2. Σονομάζω1, ονοματίζω1 λαϊκ., βγάζω7, λέω11: Οι συμμαθητές του τον βάφτισαν "ξερόλα".

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.