Λεξισκόπιο: αστειεύομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-στει-εύ-ο-μαι

Μορφολογία

αστειεύομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααστειεύομαιαστειευόμαστε
Βαστειεύεσαιαστειεύεστε & αστειευόσαστε προφ.
Γαστειεύεταιαστειεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαστειεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαστειευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααστειεύτηκα & αστειεύθηκα λόγ. αστειευτήκαμε & αστειευθήκαμε λόγ.
Βαστειεύτηκες & αστειεύθηκες λόγ. αστειευτήκατε & αστειευθήκατε λόγ.
Γαστειεύτηκε & αστειεύθηκε λόγ. αστειεύτηκαν & αστειεύθηκαν λόγ. & αστειευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααστειευτώ & αστειευθώ λόγ. αστειευτούμε & αστειευθούμε λόγ.
Βαστειευτείς & αστειευθείς λόγ. αστειευτείτε & αστειευθείτε λόγ.
Γαστειευτεί & αστειευθεί λόγ. αστειευτούν & αστειευθούν λόγ. & αστειευθούνε λόγ. & αστειευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαστειέψουαστειευτείτε & αστειευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοαστειευτεί & αστειευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααστειευόμουν & αστειευόμουνα προφ. αστειευόμασταν & αστειευόμαστε
Βαστειευόσουν & αστειευόσουνα προφ. αστειευόσασταν & αστειευόσαστε προφ.
Γαστειευόταν & αστειευότανε προφ. αστειεύονταν & αστειευόντανε προφ. & αστειευόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

αστειεύομαι ρήμ.

Σκαλαμπουρίζω, χωρατεύω λαϊκ., ευφυολογώ, κάνω πλάκα1, αστεΐζομαι λόγ. Ασοβαρολογώ


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.