Λεξισκόπιο: αντιδικία

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-ντι-δι-κί-α

Μορφολογία

αντιδικία ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαντιδικίαοιαντιδικίες
Γενικήτηςαντιδικίαςτωναντιδικιών
Αιτιατικήτηναντιδικίατιςαντιδικίες
Κλητική αντιδικία αντιδικίες

Συνώνυμα - Αντίθετα

αντιδικία ουσ.

Σφιλονικία λόγ., έριδα λόγ., διαμάχη, διένεξη: αντιδικία για κληρονομικά

Προθήματα - Επιθήματα

αντι- [andi]

αντί- [andí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αντ- [and] πριν από φωνήεν
ανθ- [anθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση αντί.

1. Αντίθεση ή εχθρική στάση

Το αντι- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι αντιτίθεται σε κάτι άλλο, το βλάπτει ή το εξουδετερώνει. Για παράδειγμα, μία συνήθεια είναι ανθυγιεινή όταν βλάπτει την υγεία μας, ενώ τα αντικαπνιστικά μέτρα απαγορεύουν το κάπνισμα.

αντηλιακό

ανθελληνικός, -ή, -ό

αντιδικώ

αντιδικία

ανθυγιεινός, -ή, -ό

αντιπαθώ

αντινομία

αντιαγροτικός, -ή, -ό

αντιπάθεια

αντιαεροπορικός, -ή, -ό

αντιαισθητικός, -ή, -ό

αντιακαδημαϊκός, -ή, -ό

αντιαλλεργικός, -ή, -ό

αντιαρματικός, -ή, -ό

αντιβηχικός, -ή, -ό

αντίδικος, -η, -ο (νομ.)

αντικαπνιστικός, -ή, -ό

αντιπαθητικός, -ή, -ό

αντιπαιδαγωγικός, -ή, -ό

αντιπυραυλικός, -ή, -ό

αντισυλληπτικός, -ή, -ό

αντιτρομοκρατικός, -ή, -ό

αντιχαριστικός, -ή, -ό

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το φιλο-* (π.χ. ανθελληνικόςφιλελληνικός).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Το αντι- σχηματίζει και λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου.

αντιβαρύτητα (φυσ.), αντιγόνο (βιολ.), αντικυκλώνας (μετεωρ.), αντιμόνιο (χημ.), αντίστιξη (μουσ.), αντίσωμα (βιολ.), αντιύλη (φυσ.)

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το αντι- σε αυτή τη σημασία συχνά γράφονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. αντι-αεροπορικός).

2. Αντικατάσταση ή εξομοίωση

Το αντι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι μπορεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου πράγματος με τις ίδιες δυνατότητες. Για παράδειγμα, όταν αντιπροσωπεύουμε κάποιον έχουμε δικαίωμα να ενεργούμε αντί για αυτόν, ενώ το αντικλείδι είναι ένα κλειδί ίδιο με αυτό που ανοίγει μια κλειδαριά.

αντίβαρο

αντικαταβολικός, -ή, -ό

αντικαθιστώ

αντίδωρο

αντιπροσωπευτικός, -ή, -ό

αντικαταβάλλω

αντικαταβολή

αντισταθμιστικός, -ή, -ό

αντιπροσωπεύω

αντικατάσταση

αντίστοιχος, -η, -ο

αντισταθμίζω

αντικαταστάτης (θηλ. -τρια)

αντιστοιχώ

αντικλείδι

αντιπαροχή

αντιπροσωπεία

αντιπρόσωπος

αντιστάθμισμα

αντιστοιχία

αντίτιμο

αντωνυμία (γραμμ.)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το αντι- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν το δεύτερο σημαντικότερο πρόσωπο σε μια ιεραρχία. Για παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος σε ένα κόμμα ή σε έναν οργανισμό είναι το δεύτερο σημαντικότερο πρόσωπο μετά τον πρόεδρο.

ανθυπολοχαγός, ανθυποπλοίαρχος, αντιδήμαρχος, αντιναύαρχος, αντιπλοίαρχος, αντιπρόεδρος, αντιπρύτανης, αντιπτέραρχος, αντιπύραρχος, αντισμήναρχος

3. Αντίδραση ή ανταπόδοση

Το αντι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που γίνεται ως αντίδραση ή ως ανταπόδοση σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα, η αντιπρόταση είναι μια αντίθετη, διαφορετική ή συμπληρωματική πρόταση που γίνεται σε απάντηση προηγούμενης πρότασης άλλου συνομιλητή.

ανταπεργία

ανταπαντώ

αντεκδίκηση

αντεκδικούμαι

αντιδιαδήλωση

αντιδρώ

αντίλογος

αντιμιλάω/-ώ

αντιπροσφορά

αντιπροτείνω

αντιπρόταση

αντιφωνώ

αντιχαιρετισμός

αντιχαιρετάω/-ώ

4. Απέναντι

Το αντι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν, συνήθως μεταφορικά, ότι κάτι βρίσκεται απέναντι από κάτι άλλο, γεγονός που μπορεί να συνεπάγεται αντανάκλαση (π.χ. αντικατοπτρίζω), σύγκριση (π.χ. αντιπαραβάλλω) ή σύγκρουση (π.χ. αντίπαλος, αντιμέτωπος).

αντικατοπτρισμός

αντιμέτωπος, -η, -ο

αντιγράφω

αντίκρυ

αντίκτυπος

αντίπαλος, -η, -ο

αντικατοπτρίζω

αντίπερα

αντίλαλος

αντιλαλώ

αντίποδας

αντιμετωπίζω

αντιπαραβάλλω

αντιπαραθέτω

αντιφεγγίζω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το αντι- με την κυριολεκτική σημασία «απέναντι» σχηματίζει κυρίως τοπωνύμια. Για παράδειγμα, η Αντίπαρος λέγεται έτσι γιατί βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Πάρο.

Αντικύθηρα, Αντίπαξοι, Αντίπαρος, Αντίρριο

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις που σχηματίζονται με το ανθο- (από το ουσιαστικό ανθός) όπως ανθόμελο, ανθοκήπιο, ανθόνερο.

-δικ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δικ- αναφέρονται στη δικαιοσύνη, είτε ως αφηρημένη έννοια είτε ως θεσμό του κράτους.Το συστατικό -δικ- προέρχεται από το ουσιαστικό δίκη. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δικώ [δikó]

Για παράδειγμα, δύο πρόσωπα αντιδικούν όταν βρίσκονται σε αντιδικία, δηλαδή σε έντονη αντιπαράθεση για κάποιο ζήτημα που τους αφορά· όταν κανείς φυγοδικεί δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο σκόπιμα, για να μη δικαστεί.

αδικώ, αντιδικώ, αυτοδικώ, ερημοδικώ, στρεψοδικώ, φυγοδικώ, χειροδικώ

✔ Το συστατικό -δικ- υπάρχει και σε ρήματα όπως διεκδικώ, εκδικούμαι και αντεκδικούμαι (και τα παράγωγά τους διεκδίκηση, εκδίκηση, αντεκδίκηση), που νοηματικά δε συνδέονται άμεσα με τη δικαιοσύνη.

Ουσιαστικά

-δικείο [δik̃ío]

Για παράδειγμα, στο κακουργιοδικείο γίνονται δίκες κακουργημάτων· στο ναυτοδικείο γίνονται δίκες αδικημάτων που διαπράττονται στο ναυτικό σώμα.

αεροδικείο, ειρηνοδικείο, εκλογοδικείο, κακουργιοδικείο / κακουργοδικείο, ναυτοδικείο, πλημμελειοδικείο, πρωτοδικείο, πταισματοδικείο, στρατοδικείο

-δίκης [δík̃is]

Για παράδειγμα, ο στρατοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με αδικήματα τα οποία διαπράττονται στο στρατιωτικό σώμα· ο πταισματοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με πταίσματα.

αεροδίκης, ειρηνοδίκης, εκλογοδίκης (σπάνιο), ελλανοδίκης, κακουργιοδίκης / κακουργοδίκης, ναυτοδίκης, πλημμελειοδίκης, πρωτοδίκης, πταισματοδίκης, στρατοδίκης, χασοδίκης (ειρωνικά, ο δικηγόρος που χάνει δικαστικές υποθέσεις)

-δικία [δik̃ía]

Για παράδειγμα, αυτοδικία είναι η αυθαίρετη ανταπόδοση αδικήματος (η τιμωρία κάποιου που μας αδίκησε από εμάς τους ίδιους και όχι από το νόμο), ενώ στο νομικό λεξιλόγιο κακοδικία είναι η άδικη δικαστική απόφαση.

αδικία, ανθρωποδικία, αντιδικία, αρνησιδικία, αυτοδικία, δωσιδικία, εκκρεμοδικία, ερημοδικία, ετεροδικία, ευθυδικία, θεοδικία, κακοδικία, ομοδικία, παλινδικία (σπάνιο), στρεψοδικία, τελεσιδικία, υποδικία, φυγοδικία, χειροδικία

-δικος [δikos] (αρσ. και θηλ.)

(νομ.) Για παράδειγμα, ο κατάδικος είναι αυτός που καταδικάστηκε από το δικαστήριο και βρίσκεται στη φυλακή.

διάδικος, κατάδικος, σύνδικος, φυγόδικος

Επίθετα

-δικος [δikos], -δικη, -δικο

Για παράδειγμα, μία δικαστική απόφαση είναι τελεσίδικη όταν δεν μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί· τα ένδικα μέσα είναι οι δυνατότητες που παρέχει στους πολίτες ο θεσμός της δικαιοσύνης.

άδικος, αντίδικος, ένδικος, εξώδικος, ομόδικος, πρωτόδικος, στρεψόδικος, τελεσίδικος, υπόδικος, φιλόδικος

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.