Λεξισκόπιο: αναστηλώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-στη-λώ-νω

Μορφολογία

αναστηλώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστηλώνωαναστηλώνουμε & αναστηλώνομε διαλ.
Βαναστηλώνειςαναστηλώνετε
Γαναστηλώνειαναστηλώνουν & αναστηλώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαναστήλωνεαναστηλώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήαναστηλώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστήλωσααναστηλώσαμε
Βαναστήλωσεςαναστηλώσατε
Γαναστήλωσεαναστήλωσαν & αναστηλώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστηλώσωαναστηλώσουμε & αναστηλώσομε διαλ.
Βαναστηλώσειςαναστηλώσετε
Γαναστηλώσειαναστηλώσουν & αναστηλώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαναστήλωσεαναστηλώσετε & αναστηλώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοαναστηλώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστήλωνααναστηλώναμε
Βαναστήλωνεςαναστηλώνατε
Γαναστήλωνεαναστήλωναν & αναστηλώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστηλώνομαιαναστηλωνόμαστε
Βαναστηλώνεσαιαναστηλώνεστε & αναστηλωνόσαστε προφ.
Γαναστηλώνεταιαναστηλώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βαναστηλώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήαναστηλούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστηλώθηκααναστηλωθήκαμε
Βαναστηλώθηκεςαναστηλωθήκατε
Γαναστηλώθηκεαναστηλώθηκαν & αναστηλωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστηλωθώαναστηλωθούμε
Βαναστηλωθείςαναστηλωθείτε
Γαναστηλωθείαναστηλωθούν & αναστηλωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βαναστηλώσουαναστηλωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοαναστηλωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ααναστηλωνόμουν & αναστηλωνόμουνα προφ. αναστηλωνόμασταν & αναστηλωνόμαστε
Βαναστηλωνόσουν & αναστηλωνόσουνα προφ. αναστηλωνόσασταν & αναστηλωνόσαστε προφ.
Γαναστηλωνόταν & αναστηλωνότανε προφ. αναστηλώνονταν & αναστηλωνόντανε προφ. & αναστηλωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήαναστηλωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

αναστηλώνω ρήμ.

Σαποκαθιστώ3, ανορθώνω λόγ.: Τα συνεργεία του δήμου αναστήλωσαν το κτίριο.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.