Λεξισκόπιο: ανακρίνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

α-να-κρί-νω

Μορφολογία

ανακρίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακρίνωανακρίνουμε & ανακρίνομε διαλ.
Βανακρίνειςανακρίνετε
Γανακρίνειανακρίνουν & ανακρίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάκρινεανακρίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήανακρίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέκριναανακρίναμε
Βανέκρινεςανακρίνατε
Γανέκρινεανέκριναν & ανακρίναν προφ. & ανακρίνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακρίνωανακρίνουμε & ανακρίνομε διαλ.
Βανακρίνειςανακρίνετε
Γανακρίνειανακρίνουν & ανακρίνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανάκρινεανακρίνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοανακρίνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανέκριναανακρίναμε
Βανέκρινεςανακρίνατε
Γανέκρινεανέκριναν & ανακρίναν προφ. & ανακρίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακρίνομαιανακρινόμαστε
Βανακρίνεσαιανακρίνεστε & ανακρινόσαστε προφ.
Γανακρίνεταιανακρίνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βανακρίνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήανακρινόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακρίθηκαανακριθήκαμε
Βανακρίθηκεςανακριθήκατε
Γανακρίθηκεανακρίθηκαν & ανακριθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακριθώανακριθούμε
Βανακριθείςανακριθείτε
Γανακριθείανακριθούν & ανακριθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βανακρίσουανακριθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοανακριθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αανακρινόμουν & ανακρινόμουνα προφ. ανακρινόμασταν & ανακρινόμαστε
Βανακρινόσουν & ανακρινόσουνα προφ. ανακρινόσασταν & ανακρινόσαστε προφ.
Γανακρινόταν & ανακρινότανε προφ. ανακρίνονταν & ανακρινόντανε προφ. & ανακρινόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήανακριμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ανακρίνω ρήμ.

Σεξετάζω3: Ανέκριναν το μάρτυρα.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.