Λεξισκόπιο: αλμυρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

αλ-μυ-ρός

Μορφολογία

αλμυρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαλμυρόςοιαλμυροί
Γενικήτουαλμυρούτωναλμυρών
Αιτιατικήτοναλμυρότουςαλμυρούς
Κλητική αλμυρέ αλμυροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαλμυρήοιαλμυρές
Γενικήτηςαλμυρήςτωναλμυρών
Αιτιατικήτηναλμυρήτιςαλμυρές
Κλητική αλμυρή αλμυρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαλμυρότααλμυρά
Γενικήτουαλμυρούτωναλμυρών
Αιτιατικήτοαλμυρότααλμυρά
Κλητική αλμυρό αλμυρά

αλμυρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαλμυρότεροςοιαλμυρότεροι
Γενικήτουαλμυρότερουτωναλμυρότερων
Αιτιατικήτοναλμυρότεροτουςαλμυρότερους
Κλητική αλμυρότερε αλμυρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαλμυρότερηοιαλμυρότερες
Γενικήτηςαλμυρότερηςτωναλμυρότερων
Αιτιατικήτηναλμυρότερητιςαλμυρότερες
Κλητική αλμυρότερη αλμυρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαλμυρότεροτααλμυρότερα
Γενικήτουαλμυρότερουτωναλμυρότερων
Αιτιατικήτοαλμυρότεροτααλμυρότερα
Κλητική αλμυρότερο αλμυρότερα

αλμυρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοαλμυρότατοςοιαλμυρότατοι
Γενικήτουαλμυρότατουτωναλμυρότατων
Αιτιατικήτοναλμυρότατοτουςαλμυρότατους
Κλητική αλμυρότατε αλμυρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηαλμυρότατηοιαλμυρότατες
Γενικήτηςαλμυρότατηςτωναλμυρότατων
Αιτιατικήτηναλμυρότατητιςαλμυρότατες
Κλητική αλμυρότατη αλμυρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοαλμυρότατοτααλμυρότατα
Γενικήτουαλμυρότατουτωναλμυρότατων
Αιτιατικήτοαλμυρότατοτααλμυρότατα
Κλητική αλμυρότατο αλμυρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

αλμυρός & αρμυρός επίθ.

  1. Σμε αλάτι
  2. Σαλατισμένος Αανάλατος1
  3. Σακριβός2, δαπανηρός: αλμυρή τιμή Αφτηνός1

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.