Λεξισκόπιο: χαώδης

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

χα-ώ-δης

Μορφολογία

χαώδης επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοχαώδηςοιχαώδεις
Γενικήτουχαώδουςτωνχαωδών
Αιτιατικήτοχαώδητουςχαώδεις
Κλητική χαώδη & χαώδης χαώδεις
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηχαώδηςοιχαώδεις
Γενικήτηςχαώδουςτωνχαωδών
Αιτιατικήτηχαώδητιςχαώδεις
Κλητική χαώδη & χαώδης χαώδεις
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοχαώδεςταχαώδη
Γενικήτουχαώδουςτωνχαωδών
Αιτιατικήτοχαώδεςταχαώδη
Κλητική χαώδες χαώδη

Συνώνυμα - Αντίθετα

χαώδης επίθ.

  1. Σαχανής: χαώδης έκταση
  2. Σχαοτικός, άναρχος2

Προθήματα - Επιθήματα

-ώδης [óδis] -ώδης, -ώδες

Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα όζω (= μυρίζω, μοιάζω, ταιριάζω) – από τη σημασία «που μυρίζει» πέρασε στις σημασίες «που μοιάζει, ταιριάζει» και «που έχει».

1. Μορφή, σύσταση, συμπεριφορά

Το -ώδης συνδυάζεται με ουσιαστικά για να σχηματίσει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι χαρακτηρίζεται από ορισμένη μορφή, σύσταση ή συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η αμμώδης παραλία καλύπτεται παντού από άμμο· ένα δηλητηριώδες φίδι περιέχει δηλητήριο.

αγχώδης (< άγχος), αμμώδης (< άμμος), βλακώδης (< βλάκας), βραχώδης (< βράχος), δασώδης (< δάσος), δηλητηριώδης (< δηλητήριο), θορυβώδης (< θόρυβος), κρεμώδης (< κρέμα), κτηνώδης (< κτήνος), λιπώδης (< λίπος), μυστηριώδης (< μυστήριο), μυώδης (< μυς), οινοπνευματώδης (< οινόπνευμα), ομιχλώδης (< ομίχλη), περιπετειώδης (< περιπέτεια), πετρώδης (< πέτρα), πυώδης (< πύον), σαρκώδης (< σάρκα), φρουτώδης (< φρούτο), χαώδης (< χάος), χυμώδης (< χυμός)

⇨ Επίθετα με παρόμοια σημασία σχηματίζονται και σε -ειδής*.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.