Λεξισκόπιο: φρόνιμος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

φρό-νι-μος

Μορφολογία

φρόνιμος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφρόνιμοςοιφρόνιμοι
Γενικήτουφρόνιμουτωνφρόνιμων
Αιτιατικήτοφρόνιμοτουςφρόνιμους
Κλητική φρόνιμε φρόνιμοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφρόνιμηοιφρόνιμες
Γενικήτηςφρόνιμηςτωνφρόνιμων
Αιτιατικήτηφρόνιμητιςφρόνιμες
Κλητική φρόνιμη φρόνιμες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφρόνιμοταφρόνιμα
Γενικήτουφρόνιμουτωνφρόνιμων
Αιτιατικήτοφρόνιμοταφρόνιμα
Κλητική φρόνιμο φρόνιμα

φρονιμότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφρονιμότεροςοιφρονιμότεροι
Γενικήτουφρονιμότερουτωνφρονιμότερων
Αιτιατικήτοφρονιμότεροτουςφρονιμότερους
Κλητική φρονιμότερε φρονιμότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφρονιμότερηοιφρονιμότερες
Γενικήτηςφρονιμότερηςτωνφρονιμότερων
Αιτιατικήτηφρονιμότερητιςφρονιμότερες
Κλητική φρονιμότερη φρονιμότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφρονιμότεροταφρονιμότερα
Γενικήτουφρονιμότερουτωνφρονιμότερων
Αιτιατικήτοφρονιμότεροταφρονιμότερα
Κλητική φρονιμότερο φρονιμότερα

φρονιμότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοφρονιμότατοςοιφρονιμότατοι
Γενικήτουφρονιμότατουτωνφρονιμότατων
Αιτιατικήτοφρονιμότατοτουςφρονιμότατους
Κλητική φρονιμότατε φρονιμότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηφρονιμότατηοιφρονιμότατες
Γενικήτηςφρονιμότατηςτωνφρονιμότατων
Αιτιατικήτηφρονιμότατητιςφρονιμότατες
Κλητική φρονιμότατη φρονιμότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοφρονιμότατοταφρονιμότατα
Γενικήτουφρονιμότατουτωνφρονιμότατων
Αιτιατικήτοφρονιμότατοταφρονιμότατα
Κλητική φρονιμότατο φρονιμότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

φρόνιμος επίθ.

  1. Σμυαλωμένος, συνετός, γνωστικός, σώφρων λόγ. Αάφρων λόγ.
  2. Σήσυχος3 Αζωηρός4, άτακτος3

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.