Λεξισκόπιο: υγιής

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

υ-γι-ής

Μορφολογία

υγιής επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήουγιήςοιυγιείς
Γενικήτουυγιούςτωνυγιών
Αιτιατικήτονυγιήτουςυγιείς
Κλητική υγιή & υγιής υγιείς
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηυγιήςοιυγιείς
Γενικήτηςυγιούςτωνυγιών
Αιτιατικήτηνυγιήτιςυγιείς
Κλητική υγιή & υγιής υγιείς
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτουγιέςταυγιή
Γενικήτουυγιούςτωνυγιών
Αιτιατικήτουγιέςταυγιή
Κλητική υγιές υγιή

υγιέστερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήουγιέστεροςοιυγιέστεροι
Γενικήτουυγιέστερου & υγιεστέρου λόγ. τωνυγιέστερων & υγιεστέρων λόγ.
Αιτιατικήτονυγιέστεροτουςυγιέστερους & υγιεστέρους λόγ.
Κλητική υγιέστερε υγιέστεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηυγιέστερη & υγιεστέρα λόγ. οιυγιέστερες
Γενικήτηςυγιέστερης & υγιεστέρας λόγ. τωνυγιέστερων & υγιεστέρων λόγ.
Αιτιατικήτηνυγιέστερη & υγιεστέρα λόγ. τιςυγιέστερες
Κλητική υγιέστερη & υγιεστέρα λόγ.  υγιέστερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτουγιέστεροταυγιέστερα
Γενικήτουυγιέστερου & υγιεστέρου λόγ. τωνυγιέστερων & υγιεστέρων λόγ.
Αιτιατικήτουγιέστεροταυγιέστερα
Κλητική υγιέστερο υγιέστερα

υγιέστατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήουγιέστατοςοιυγιέστατοι
Γενικήτουυγιέστατου & υγιεστάτου λόγ. τωνυγιέστατων & υγιεστάτων λόγ.
Αιτιατικήτονυγιέστατοτουςυγιέστατους & υγιεστάτους λόγ.
Κλητική υγιέστατε υγιέστατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηυγιέστατη & υγιεστάτη λόγ. οιυγιέστατες
Γενικήτηςυγιέστατης & υγιεστάτης λόγ. τωνυγιέστατων & υγιεστάτων λόγ.
Αιτιατικήτηνυγιέστατη & υγιεστάτη λόγ. τιςυγιέστατες
Κλητική υγιέστατη & υγιεστάτη λόγ.  υγιέστατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτουγιέστατοταυγιέστατα
Γενικήτουυγιέστατου & υγιεστάτου λόγ. τωνυγιέστατων & υγιεστάτων λόγ.
Αιτιατικήτουγιέστατοταυγιέστατα
Κλητική υγιέστατο υγιέστατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

υγιής επίθ.

  1. Σγερός1 Αασθενής1 λόγ., άρρωστος1
  2. Σεύρωστος, ανθηρός2, ακμαίος1: υγιής οικονομία

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.