Λεξισκόπιο: τολμάω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

τολ-μά-ω

Μορφολογία

τολμάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατολμώ & τολμάω προφ. τολμάμε & τολμούμε
Βτολμάςτολμάτε
Γτολμά & τολμάει προφ. τολμούν & τολμάν προφ. & τολμάνε προφ. & τολμούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτόλμα προφ. & τόλμαγε προφ. τολμάτε
Ενεστώτας-Μετοχήτολμώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατόλμησατολμήσαμε
Βτόλμησεςτολμήσατε
Γτόλμησετόλμησαν & τολμήσαν προφ. & τολμήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατολμήσωτολμήσουμε & τολμήσομε διαλ.
Βτολμήσειςτολμήσετε
Γτολμήσειτολμήσουν & τολμήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βτόλμησε & τόλμα προφ. τολμήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοτολμήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατολμούσα & τόλμαγα προφ. τολμούσαμε & τολμάγαμε προφ.
Βτολμούσες & τόλμαγες προφ. τολμούσατε & τολμάγατε προφ.
Γτολμούσε & τόλμαγε προφ. τολμούσαν & τολμάγαν προφ. & τολμάγανε προφ. & τολμούσανε προφ. & τόλμαγαν προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατολμώμαιτολμώμεθα λόγ. & τολμόμαστε προφ.
Βτολμάσαιτολμάσθε λόγ. & τολμάστε προφ.
Γτολμάταιτολμώνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βτολμάστε προφ.
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατολμήθηκατολμηθήκαμε
Βτολμήθηκεςτολμηθήκατε
Γτολμήθηκετολμήθηκαν & τολμηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ατολμηθώτολμηθούμε
Βτολμηθείςτολμηθείτε
Γτολμηθείτολμηθούν & τολμηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βτολμηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοτολμηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γτολμάτο λόγ. τολμώντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήτολμημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

τολμάω ρήμ.

  1. Σαποτολμώ, ρισκάρω2: Αν και είναι παρακινδυνευμένο, θα το τολμήσω.
  2. Σπαίρνω το θάρρος: Τολμώ να πω πως κάνετε λάθος.
  3. Σκοτάω προφ., μου βαστάει προφ.: Σήκω πάνω, αν τολμάς!

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.