Λεξισκόπιο: συναισθάνομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-ναι-σθά-νο-μαι

Μορφολογία

συναισθάνομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυναισθάνομαισυναισθανόμαστε
Βσυναισθάνεσαισυναισθάνεστε & συναισθανόσαστε προφ.
Γσυναισθάνεταισυναισθάνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσυναισθάνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσυναισθανόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυναισθάνθηκασυναισθανθήκαμε
Βσυναισθάνθηκεςσυναισθανθήκατε
Γσυναισθάνθηκεσυναισθάνθηκαν & συναισθανθήκαν προφ. & συναισθανθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυναισθανθώσυναισθανθούμε
Βσυναισθανθείςσυναισθανθείτε
Γσυναισθανθείσυναισθανθούν & συναισθανθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυναισθάνσουσυναισθανθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσυναισθανθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυναισθανόμουν & συναισθανόμουνα προφ. συναισθανόμασταν & συναισθανόμαστε
Βσυναισθανόσουν & συναισθανόσουνα προφ. συναισθανόσασταν & συναισθανόσαστε προφ.
Γσυναισθανόταν & συναισθανότανε προφ. συναισθάνονταν & συναισθανόντανε προφ. & συναισθανόντουσαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

συναισθάνομαι ρήμ.

  1. Σέχω συναίσθηση, αντιλαμβάνομαι2, συνειδητοποιώ: Ποτέ δε συναισθάνθηκε τις συνέπειες των πράξεών του.
  2. Σκατανοώ3, συμμερίζομαι1: Συναισθάνθηκα την κατάστασή της.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.