Λεξισκόπιο: συμπονώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

συ-μπο-νώ

Μορφολογία

συμπονώ ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπονάω & συμπονώσυμπονάμε & συμπονούμε
Βσυμπονάς & συμπονείςσυμπονάτε & συμπονείτε
Γσυμπονά & συμπονάει & συμπονείσυμπονάνε & συμπονούν & συμπονάν προφ. & συμπονούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυμπόνα προφ. & συμπόναγε προφ. συμπονάτε & συμπονείτε
Ενεστώτας-Μετοχήσυμπονώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπόνεσασυμπονέσαμε
Βσυμπόνεσεςσυμπονέσατε
Γσυμπόνεσεσυμπόνεσαν & συμπονέσαν προφ. & συμπονέσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπονέσωσυμπονέσουμε & συμπονέσομε διαλ.
Βσυμπονέσειςσυμπονέσετε
Γσυμπονέσεισυμπονέσουν & συμπονέσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσυμπόνεσε & συμπόνα προφ. συμπονέστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσυμπονέσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασυμπονούσα & συμπόναγα προφ. συμπονούσαμε & συμπονάγαμε προφ.
Βσυμπονούσες & συμπόναγες προφ. συμπονούσατε & συμπονάγατε προφ.
Γσυμπονούσε & συμπόναγε προφ. συμπονούσαν & συμπονάγαν προφ. & συμπονάγανε προφ. & συμπονούσανε προφ. & συμπόναγαν προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

συμπονώ ρήμ.

Σευσπλαχνίζομαι, λυπάμαι2, πονάω4


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.