Λεξισκόπιο: στιβαρός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

στι-βα-ρός

Μορφολογία

στιβαρός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστιβαρόςοιστιβαροί
Γενικήτουστιβαρούτωνστιβαρών
Αιτιατικήτοστιβαρότουςστιβαρούς
Κλητική στιβαρέ στιβαροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστιβαρήοιστιβαρές
Γενικήτηςστιβαρήςτωνστιβαρών
Αιτιατικήτηστιβαρήτιςστιβαρές
Κλητική στιβαρή στιβαρές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστιβαρόταστιβαρά
Γενικήτουστιβαρούτωνστιβαρών
Αιτιατικήτοστιβαρόταστιβαρά
Κλητική στιβαρό στιβαρά

στιβαρότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστιβαρότεροςοιστιβαρότεροι
Γενικήτουστιβαρότερουτωνστιβαρότερων
Αιτιατικήτοστιβαρότεροτουςστιβαρότερους
Κλητική στιβαρότερε στιβαρότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστιβαρότερηοιστιβαρότερες
Γενικήτηςστιβαρότερηςτωνστιβαρότερων
Αιτιατικήτηστιβαρότερητιςστιβαρότερες
Κλητική στιβαρότερη στιβαρότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστιβαρότεροταστιβαρότερα
Γενικήτουστιβαρότερουτωνστιβαρότερων
Αιτιατικήτοστιβαρότεροταστιβαρότερα
Κλητική στιβαρότερο στιβαρότερα

στιβαρότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοστιβαρότατοςοιστιβαρότατοι
Γενικήτουστιβαρότατουτωνστιβαρότατων
Αιτιατικήτοστιβαρότατοτουςστιβαρότατους
Κλητική στιβαρότατε στιβαρότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηστιβαρότατηοιστιβαρότατες
Γενικήτηςστιβαρότατηςτωνστιβαρότατων
Αιτιατικήτηστιβαρότατητιςστιβαρότατες
Κλητική στιβαρότατη στιβαρότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοστιβαρότατοταστιβαρότατα
Γενικήτουστιβαρότατουτωνστιβαρότατων
Αιτιατικήτοστιβαρότατοταστιβαρότατα
Κλητική στιβαρότατο στιβαρότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

στιβαρός επίθ.

Σρωμαλέος, δυνατός1


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.