Λεξισκόπιο: σταθμίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σταθ-μί-ζω

Μορφολογία

σταθμίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασταθμίζωσταθμίζουμε & σταθμίζομε διαλ.
Βσταθμίζειςσταθμίζετε
Γσταθμίζεισταθμίζουν & σταθμίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστάθμιζεσταθμίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήσταθμίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστάθμισασταθμίσαμε
Βστάθμισεςσταθμίσατε
Γστάθμισεστάθμισαν & σταθμίσαν προφ. & σταθμίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασταθμίσωσταθμίσουμε & σταθμίσομε διαλ.
Βσταθμίσειςσταθμίσετε
Γσταθμίσεισταθμίσουν & σταθμίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βστάθμισεσταθμίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσταθμίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αστάθμιζασταθμίζαμε
Βστάθμιζεςσταθμίζατε
Γστάθμιζεστάθμιζαν & σταθμίζαν προφ. & σταθμίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασταθμίζομαισταθμιζόμαστε
Βσταθμίζεσαισταθμίζεστε & σταθμιζόσαστε προφ.
Γσταθμίζεταισταθμίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσταθμίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσταθμιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασταθμίστηκα & σταθμίσθηκα λόγ. σταθμιστήκαμε & σταθμισθήκαμε λόγ.
Βσταθμίστηκες & σταθμίσθηκες λόγ. σταθμιστήκατε & σταθμισθήκατε λόγ.
Γσταθμίστηκε & σταθμίσθηκε λόγ. σταθμίστηκαν & σταθμίσθηκαν λόγ. & σταθμιστήκαν προφ. & σταθμιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασταθμιστώ & σταθμισθώ λόγ. σταθμιστούμε & σταθμισθούμε λόγ.
Βσταθμιστείς & σταθμισθείς λόγ. σταθμιστείτε & σταθμισθείτε λόγ.
Γσταθμιστεί & σταθμισθεί λόγ. σταθμιστούν & σταθμισθούν λόγ. & σταθμισθούνε λόγ. & σταθμιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσταθμίσουσταθμιστείτε & σταθμισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοσταθμιστεί & σταθμισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασταθμιζόμουν & σταθμιζόμουνα προφ. σταθμιζόμασταν & σταθμιζόμαστε
Βσταθμιζόσουν & σταθμιζόσουνα προφ. σταθμιζόσασταν & σταθμιζόσαστε προφ.
Γσταθμιζόταν & σταθμιζότανε προφ. σταθμίζονταν & σταθμιζόντανε προφ. & σταθμιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσταθμισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

σταθμίζω ρήμ.

Συπολογίζω, μετράω2, λογαριάζω1, ζυγιάζω2 προφ.: Πρέπει να σταθμίσεις τις συνέπειες.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.