Λεξισκόπιο: σκιάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

σκιά-ζω

Μορφολογία

σκιάζω1 ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάζωσκιάζουμε & σκιάζομε διαλ.
Βσκιάζειςσκιάζετε
Γσκιάζεισκιάζουν & σκιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκίαζεσκιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήσκιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκίασασκιάσαμε
Βσκίασεςσκιάσατε
Γσκίασεσκίασαν & σκιάσαν προφ. & σκιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάσωσκιάσουμε & σκιάσομε διαλ.
Βσκιάσειςσκιάσετε
Γσκιάσεισκιάσουν & σκιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκίασεσκιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοσκιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκίαζασκιάζαμε
Βσκίαζεςσκιάζατε
Γσκίαζεσκίαζαν & σκιάζαν προφ. & σκιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάζομαισκιαζόμαστε
Βσκιάζεσαισκιάζεστε & σκιαζόσαστε προφ.
Γσκιάζεταισκιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσκιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσκιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάστηκα & σκιάσθηκα λόγ. σκιαστήκαμε & σκιασθήκαμε λόγ.
Βσκιάστηκες & σκιάσθηκες λόγ. σκιαστήκατε & σκιασθήκατε λόγ.
Γσκιάστηκε & σκιάσθηκε λόγ. σκιάστηκαν & σκιάσθηκαν λόγ. & σκιαστήκαν προφ. & σκιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιαστώ & σκιασθώ λόγ. σκιαστούμε & σκιασθούμε λόγ.
Βσκιαστείς & σκιασθείς λόγ. σκιαστείτε & σκιασθείτε λόγ.
Γσκιαστεί & σκιασθεί λόγ. σκιαστούν & σκιασθούν λόγ. & σκιασθούνε λόγ. & σκιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκιάσουσκιαστείτε & σκιασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοσκιαστεί & σκιασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιαζόμουν & σκιαζόμουνα προφ. σκιαζόμασταν & σκιαζόμαστε
Βσκιαζόσουν & σκιαζόσουνα προφ. σκιαζόσασταν & σκιαζόσαστε προφ.
Γσκιαζόταν & σκιαζότανε προφ. σκιάζονταν & σκιαζόντανε προφ. & σκιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσκιασμένος

σκιάζω2 ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάζωσκιάζουμε & σκιάζομε διαλ.
Βσκιάζειςσκιάζετε
Γσκιάζεισκιάζουν & σκιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκιάζεσκιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήσκιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσκιαξασκιάξαμε
Βέσκιαξεςσκιάξατε
Γέσκιαξεέσκιαξαν & σκιάξαν προφ. & σκιάξανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάξωσκιάξουμε & σκιάξομε διαλ.
Βσκιάξειςσκιάξετε
Γσκιάξεισκιάξουν & σκιάξουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκιάξεσκιάξτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσκιάξει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέσκιαζασκιάζαμε
Βέσκιαζεςσκιάζατε
Γέσκιαζεέσκιαζαν & σκιάζαν προφ. & σκιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάζομαισκιαζόμαστε
Βσκιάζεσαισκιάζεστε & σκιαζόσαστε προφ.
Γσκιάζεταισκιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βσκιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήσκιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιάχτηκασκιαχτήκαμε
Βσκιάχτηκεςσκιαχτήκατε
Γσκιάχτηκεσκιάχτηκαν & σκιαχτήκαν προφ. & σκιαχτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιαχτώσκιαχτούμε
Βσκιαχτείςσκιαχτείτε
Γσκιαχτείσκιαχτούν & σκιαχτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βσκιάξουσκιαχτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοσκιαχτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ασκιαζόμουν & σκιαζόμουνα προφ. σκιαζόμασταν & σκιαζόμαστε
Βσκιαζόσουν & σκιαζόσουνα προφ. σκιαζόσασταν & σκιαζόσαστε προφ.
Γσκιαζόταν & σκιαζότανε προφ. σκιάζονταν & σκιαζόντανε προφ. & σκιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήσκιαγμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

σκιάζω ρήμ. λαϊκ.

Σφοβίζω1, τρομάζω1: Δε με σκιάζεις εμένα.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.