Λεξισκόπιο: πρωτοποριακός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πρω-το-πο-ρι-α-κός

Μορφολογία

πρωτοποριακός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρωτοποριακόςοιπρωτοποριακοί
Γενικήτουπρωτοποριακούτωνπρωτοποριακών
Αιτιατικήτονπρωτοποριακότουςπρωτοποριακούς
Κλητική πρωτοποριακέ πρωτοποριακοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρωτοποριακήοιπρωτοποριακές
Γενικήτηςπρωτοποριακήςτωνπρωτοποριακών
Αιτιατικήτηνπρωτοποριακήτιςπρωτοποριακές
Κλητική πρωτοποριακή πρωτοποριακές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρωτοποριακόταπρωτοποριακά
Γενικήτουπρωτοποριακούτωνπρωτοποριακών
Αιτιατικήτοπρωτοποριακόταπρωτοποριακά
Κλητική πρωτοποριακό πρωτοποριακά

πρωτοποριακότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρωτοποριακότεροςοιπρωτοποριακότεροι
Γενικήτουπρωτοποριακότερουτωνπρωτοποριακότερων
Αιτιατικήτονπρωτοποριακότεροτουςπρωτοποριακότερους
Κλητική πρωτοποριακότερε πρωτοποριακότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρωτοποριακότερηοιπρωτοποριακότερες
Γενικήτηςπρωτοποριακότερηςτωνπρωτοποριακότερων
Αιτιατικήτηνπρωτοποριακότερητιςπρωτοποριακότερες
Κλητική πρωτοποριακότερη πρωτοποριακότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρωτοποριακότεροταπρωτοποριακότερα
Γενικήτουπρωτοποριακότερουτωνπρωτοποριακότερων
Αιτιατικήτοπρωτοποριακότεροταπρωτοποριακότερα
Κλητική πρωτοποριακότερο πρωτοποριακότερα

πρωτοποριακότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπρωτοποριακότατοςοιπρωτοποριακότατοι
Γενικήτουπρωτοποριακότατουτωνπρωτοποριακότατων
Αιτιατικήτονπρωτοποριακότατοτουςπρωτοποριακότατους
Κλητική πρωτοποριακότατε πρωτοποριακότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπρωτοποριακότατηοιπρωτοποριακότατες
Γενικήτηςπρωτοποριακότατηςτωνπρωτοποριακότατων
Αιτιατικήτηνπρωτοποριακότατητιςπρωτοποριακότατες
Κλητική πρωτοποριακότατη πρωτοποριακότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπρωτοποριακότατοταπρωτοποριακότατα
Γενικήτουπρωτοποριακότατουτωνπρωτοποριακότατων
Αιτιατικήτοπρωτοποριακότατοταπρωτοποριακότατα
Κλητική πρωτοποριακότατο πρωτοποριακότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

πρωτοποριακός επίθ.

Σπροχωρημένος2, προωθημένος: πρωτοποριακές ιδέες

Προθήματα - Επιθήματα

πρωτο- [proto]

πρωτό- [protó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
πρωτ- [prot] πριν από φωνήεν
πρωθ- [proθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από το αριθμητικό επίθετο πρώτος.

1. Πρώτη φορά

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι συμβαίνει για πρώτη φορά ή εμφανίζεται πρώτο. Για παράδειγμα, τα πρωτοβρόχια είναι οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου· πρωτοσυναντούμε κάποιον όταν τον συναντούμε για πρώτη φορά.

πρωτοβρόχι

πρωτάκουστος, -η, -ο

πρωτοβλέπω

πρωτόγαλα

πρωτόβγαλτος, -η, -ο

πρωτογνωρίζω

πρωτόγεννος, -η, -ο

πρωτοκάνω

πρωτοδιόριστος, -η, -ο

πρωτολέω

πρωτοτάξιδος, -η, -ο

πρωτομαθαίνω

πρωτοφανέρωτος, -η, -ο

πρωτοσυναντάω/-ώ

πρωτοφανής, -ής, -ές

πρωτοφόρετος, -η, -ο

2. Πρώτη θέση

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην πρώτη θέση σε μία σειρά ή κατάταξη (ενώ συνήθως ακολουθεί δεύτερη, τρίτη κ.ο.κ.). Για παράδειγμα, πρωτοετής είναι ο φοιτητής που διανύει το πρώτο έτος των σπουδών του, ενώ το πρωτότοκο παιδί μιας οικογένειας είναι αυτό που γεννήθηκε πρώτο, δηλαδή το μεγαλύτερο.

πρωτοκαθεδρία

πρωτοβάθμιος, -α, -ο

πρωτοπορώ

πρωτολογία

πρωτογενής, -ής, -ές

πρωτοστατώ

πρωτοπορία

πρωτοετής, -ής, -ές

πρωτοπόρος

πρωτοκλασάτος, -η, -ο

πρωτόκλιτος, -η, -ο (γραμμ.)

πρωτοποριακός, -ή, -ό

πρωτοσέλιδος, -η, -ο

πρωτότοκος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ουσιαστικά με το πρωτο- δηλώνουν το πρόσωπο που είναι επικεφαλής σε μία ομάδα προσώπων με την ίδια ιδιότητα. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός είναι ο πρόεδρος της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου· ο πρωτομάστορας είναι ο επικεφαλής μιας ομάδας μαστόρων. Κάποια από αυτά τα ουσιαστικά αποτελούν τιμητικούς τίτλους (π.χ. πρωθυπουργός, πρωτοπρεσβύτερος).

πρωθυπουργός, πρωταγωνιστής (θηλ. -τρια), πρωταθλητής (θηλ. -τρια), πρωτεργάτης (θηλ. -τρια), πρωτοκαπετάνιος, πρωτομάστορας, πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπρεσβύτερος (εκκλ.), πρωτοψάλτης

Κάποιες από τις λέξεις με το πρωτο- δηλώνουν τη χαμηλότερη βαθμίδα μιας διαβάθμισης (π.χ. πρωτοβάθμιος, πρωτοετής, πρωτογενής).

Ορισμένες λέξεις με το πρωτο- έχουν επιτατική σημασία (π.χ. πρωταίτιος, πρωταρχικός).

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν τη δεύτερη θέση ή βαθμίδα βλ. δευτερο-*.

3. Πρώτη φάση περιόδου

(επιστημ.) Στο λεξιλόγιο της ιστορίας και της αρχαιολογίας, το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την πρώτη φάση μιας μεγαλύτερης χρονικής περιόδου. Για παράδειγμα, η πρωτοβυζαντινή περίοδος είναι οι πρώτοι αιώνες από την ίδρυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

πρωτοβυζαντινός, -ή, -ό, πρωτοελλαδικός, -ή, -ό, πρωτοκυκλαδικός, -ή, -ό, πρωτομινωικός, -ή, -ό, πρωτοχριστιανικός, -ή, -ό

✔ Για τις τρεις φάσεις μιας ιστορικής περιόδου (π.χ. πρωτοκυκλαδικός - μεσοκυκλαδικός - υστεροκυκλαδικός) βλ. σχετική σημείωση στο υστερο-*.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την πρώτη μέρα κάποιου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, η Πρωτοχρονιά είναι η πρώτη μέρα του χρόνου.

Πρωταπριλιά, Πρωτομαγιά, πρωτομηνιά, Πρωτοχρονιά

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. αρχι-* (π.χ. αρχιχρονιά - πρωτοχρονιά).

4. Αρχική μορφή

(επιστημ.) Το πρωτο- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν την αρχική και συνήθως ατελή μορφή ενός πράγματος. Για παράδειγμα, η πρωτογλώσσα είναι η αρχική γλώσσα από την οποία προήλθε μια ομάδα άλλων γλωσσών.

πρωτοβλάστη (βιολ.), πρωτογλώσσα (γλωσσ.), πρωτόζωα (βιολ.), πρωτόπλασμα (βιολ.)

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.