Λεξισκόπιο: προϋποθέτει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-ϋ-πο-θέ-τει

Μορφολογία

προϋποθέτω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροϋποθέτωπροϋποθέτουμε & προϋποθέτομε διαλ.
Βπροϋποθέτειςπροϋποθέτετε
Γπροϋποθέτειπροϋποθέτουν & προϋποθέτουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροϋπόθετεπροϋποθέτετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροϋποθέτοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροϋπέθεσαπροϋποθέσαμε
Βπροϋπέθεσεςπροϋποθέσατε
Γπροϋπέθεσεπροϋπέθεσαν & προϋποθέσαν προφ. & προϋποθέσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροϋποθέσωπροϋποθέσουμε & προϋποθέσομε διαλ.
Βπροϋποθέσειςπροϋποθέσετε
Γπροϋποθέσειπροϋποθέσουν & προϋποθέσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροϋπόθεσεπροϋποθέσετε & προϋποθέστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροϋποθέσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροϋπέθεταπροϋποθέταμε
Βπροϋπέθετεςπροϋποθέτατε
Γπροϋπέθετεπροϋπέθεταν & προϋποθέταν προφ. & προϋποθέτανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροϋποτίθεμαιπροϋποτιθέμεθα λόγ.
Βπροϋποτίθεσαιπροϋποτίθεσθε λόγ.
Γπροϋποτίθεταιπροϋποτίθενται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροϋποτίθεστε & προϋποτίθεσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήπροϋποτιθέμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροϋποτέθηκα & προϋπετέθην λόγ. προϋποτεθήκαμε
Βπροϋποτέθηκες & προϋπετέθης λόγ. προϋποτεθήκατε
Γπροϋποτέθηκε & προϋπετέθη λόγ. προϋποτέθηκαν & προϋπετέθησαν λόγ. & προϋποτεθήκαν προφ. & προϋποτεθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροϋποτεθώπροϋποτεθούμε
Βπροϋποτεθείςπροϋποτεθείτε
Γπροϋποτεθείπροϋποτεθούν & προϋποτεθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροϋποθέσουπροϋποτεθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροϋποτεθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γπροϋπετίθετο λόγ. & προϋποτίθετο λόγ. προϋπετίθεντο λόγ. & προϋποτίθεντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροϋποτεθειμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προϋποθέτει ρήμ.

Σαπαιτεί: Μια τέτοια θέση προϋποθέτει ανάληψη ευθυνών.

προϋποτίθεται

Σείναι προϋπόθεση: Προϋποτίθεται η οικονομική βοήθεια.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.