Λεξισκόπιο: προφητεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-φη-τεύ-ω

Μορφολογία

προφητεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφητεύωπροφητεύουμε & προφητεύομε διαλ.
Βπροφητεύειςπροφητεύετε
Γπροφητεύειπροφητεύουν & προφητεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροφήτευεπροφητεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροφητεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφήτευσα & προφήτεψα λόγ. προφητεύσαμε & προφητέψαμε λόγ.
Βπροφήτευσες & προφήτεψες λόγ. προφητεύσατε & προφητέψατε λόγ.
Γπροφήτευσε & προφήτεψε λόγ. προφήτευσαν & προφήτεψαν λόγ. & προφητέψαν λόγ. & προφητέψανε λόγ. & προφητεύσαν προφ. & προφητεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφητεύσω & προφητέψω λόγ. προφητεύσουμε & προφητέψομε λόγ. & προφητέψουμε λόγ. & προφητεύσομε διαλ.
Βπροφητεύσεις & προφητέψεις λόγ. προφητεύσετε & προφητέψετε λόγ.
Γπροφητεύσει & προφητέψει λόγ. προφητεύσουν & προφητέψουν λόγ. & προφητέψουνε λόγ. & προφητεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροφήτευσε & προφήτεψε λόγ. προφητέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροφητεύσει & προφητέψει λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφήτευαπροφητεύαμε
Βπροφήτευεςπροφητεύατε
Γπροφήτευεπροφήτευαν & προφητεύαν προφ. & προφητεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφητεύομαιπροφητευόμαστε
Βπροφητεύεσαιπροφητεύεστε & προφητευόσαστε προφ.
Γπροφητεύεταιπροφητεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροφητεύεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφητεύτηκα & προφητεύθηκα λόγ. προφητευτήκαμε & προφητευθήκαμε λόγ.
Βπροφητεύτηκες & προφητεύθηκες λόγ. προφητευτήκατε & προφητευθήκατε λόγ.
Γπροφητεύτηκε & προφητεύθηκε λόγ. προφητεύτηκαν & προφητευθήκανε λόγ. & προφητεύθηκαν λόγ. & προφητευτήκαν προφ. & προφητευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφητευτώ & προφητευθώ λόγ. προφητευτούμε & προφητευθούμε λόγ.
Βπροφητευτείς & προφητευθείς λόγ. προφητευτείτε & προφητευθείτε λόγ.
Γπροφητευτεί & προφητευθεί λόγ. προφητευτούν & προφητευθούν λόγ. & προφητευθούνε λόγ. & προφητευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροφητεύσου & προφητέψου λόγ. προφητευτείτε & προφητευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπροφητευτεί & προφητευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροφητευόμουν & προφητευόμουνα προφ. προφητευόμασταν & προφητευόμαστε
Βπροφητευόσουν & προφητευόσουνα προφ. προφητευόσασταν & προφητευόσαστε προφ.
Γπροφητευόταν & προφητευότανε προφ. προφητεύονταν & προφητευόντανε προφ. & προφητευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροφητευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προφητεύω ρήμ.

Σμαντεύω1, προβλέπω2, προλέγω2


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.