Λεξισκόπιο: προφανής

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-φα-νής

Μορφολογία

προφανής επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπροφανήςοιπροφανείς
Γενικήτουπροφανούςτωνπροφανών
Αιτιατικήτονπροφανήτουςπροφανείς
Κλητική προφανή & προφανής προφανείς
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπροφανήςοιπροφανείς
Γενικήτηςπροφανούςτωνπροφανών
Αιτιατικήτηνπροφανήτιςπροφανείς
Κλητική προφανή & προφανής προφανείς
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπροφανέςταπροφανή
Γενικήτουπροφανούςτωνπροφανών
Αιτιατικήτοπροφανέςταπροφανή
Κλητική προφανές προφανή

προφανέστερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπροφανέστεροςοιπροφανέστεροι
Γενικήτουπροφανέστερουτωνπροφανέστερων
Αιτιατικήτονπροφανέστεροτουςπροφανέστερους
Κλητική προφανέστερε προφανέστεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπροφανέστερηοιπροφανέστερες
Γενικήτηςπροφανέστερηςτωνπροφανέστερων
Αιτιατικήτηνπροφανέστερητιςπροφανέστερες
Κλητική προφανέστερη προφανέστερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπροφανέστεροταπροφανέστερα
Γενικήτουπροφανέστερουτωνπροφανέστερων
Αιτιατικήτοπροφανέστεροταπροφανέστερα
Κλητική προφανέστερο προφανέστερα

προφανέστατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπροφανέστατοςοιπροφανέστατοι
Γενικήτουπροφανέστατουτωνπροφανέστατων
Αιτιατικήτονπροφανέστατοτουςπροφανέστατους
Κλητική προφανέστατε προφανέστατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπροφανέστατηοιπροφανέστατες
Γενικήτηςπροφανέστατηςτωνπροφανέστατων
Αιτιατικήτηνπροφανέστατητιςπροφανέστατες
Κλητική προφανέστατη προφανέστατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπροφανέστατοταπροφανέστατα
Γενικήτουπροφανέστατουτωνπροφανέστατων
Αιτιατικήτοπροφανέστατοταπροφανέστατα
Κλητική προφανέστατο προφανέστατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

προφανής επίθ.

Σολοφάνερος, πρόδηλος

Προθήματα - Επιθήματα

προ- [pro]

πρό- [pró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση προ.

1. Έξω ή μπροστά

Το προ- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται τοποθετημένο έξω ή μπροστά από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, το προάστιο είναι η περιοχή που βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη.

προάστιο, προαύλιο, προγούλι, προθάλαμος, πρόθεμα (γραμμ.), πρόθημα (γραμμ.), προμαχώνας, πρόναος, προπαραλήγουσα (γραμμ.), προπύλαια, προπύργιο, πρόσημο (μαθημ.), προσκήνιο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το προ- δηλώνουν ότι κάτι βγαίνει προς τα έξω, ξεπερνά τα όριά του (π.χ. προεκτείνω) ή γίνεται δημόσια γνωστό (π.χ. προκηρύσσω).

προβολή

προβάλλω

προέκταση

προεκτείνω

προεξοχή

προελαύνω

προκήρυξη

προεξέχω

προώθηση

προκηρύσσω

προτάσσω

προχωρώ

προωθώ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το προ- σχηματίζει όρους της ανατομίας.

προγναθισμός, προγόμφιος, προκάρδιο

2. Ανώτερη θέση

Το προ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που είναι πιο σημαντικό ή καλύτερο σε σχέση με άλλα όμοια. Για παράδειγμα, όταν προτιμάμε κάτι το επιλέγουμε ως καλύτερο ανάμεσα σε άλλα· όταν ένα θέμα προέχει είναι πολύ σημαντικό.

προαγωγή

προάγω

προβάδισμα

προβιβάζω

πρόκριση

προέχει

πρόοδος

προκρίνω

προτίμηση

προοδεύω

προτιμάω/-ώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις με το προ- δηλώνουν ανώτερη θέση σε μια ιεραρχία. Για παράδειγμα, ο προϊστάμενος είναι ο ανώτερος υπάλληλος σε μια υπηρεσία.

3. Από πριν

Το προ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται νωρίτερα, πριν από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως χρονικό όριο. Για παράδειγμα, η προϋπηρεσία είναι η προηγούμενη εμπειρία που έχει κάποιος σε αντίστοιχη θέση εργασίας με αυτή που κατέχει τώρα ή που διεκδικεί.

προάγγελος

προαιώνιος, -α, -ο

προαισθάνομαι

πρόπερσι

προαγορά

προγαμιαίος, -α, -ο

προβλέπω

προχθές

προαίσθημα

προεόρτιος, -α, -ο

προγυμνάζω

πρόγευση

προμαγειρεμένος, -η, -ο

προδιαγράφω

πρόγνωση

προπτυχιακός, -ή, -ό

προειδοποιώ

πρόγονος

προτελευταίος, -α, -ο

προεξοφλώ

προγύμναση

προτηγανισμένος, -η, -ο

προκαταβάλλω

προεγγραφή

προειδοποίηση

προεξόφληση

προκαταβολή

προκάτοχος

προπάππους, προγιαγιά

προπαραμονή

προσύμφωνο

προϋπηρεσία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μετα-* (π.χ. προεόρτιοςμεθεόρτιος, προπτυχιακόςμεταπτυχιακός).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις με το προ- αναφέρονται σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές ή ιστορικές περιόδους. Για παράδειγμα, τα παιδιά που δεν πηγαίνουν ακόμη σχολείο είναι σε προσχολική ηλικία.

Προέλληνες

προεφηβικός, -ή, -ό

προϊστορία

προϊστορικός, -ή, -ό

προπολεμικός, -ή, -ό

προσχολικός, -ή, -ό

προσωκρατικός, -ή, -ό

✔ Μερικές φορές, στον προφορικό λόγο, το προ- χρησιμοποιείται σε επανάληψη για να δηλώσει την αμέσως προηγούμενη χρονική βαθμίδα (π.χ. προπρογιαγιά, προπροπαραμονή, προπροτελευταίος).

-φαν-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φαν- αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο φαίνεται ή εμφανίζεται κάτι.Το συστατικό -φαν- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα φαίνω (= φέρνω στο φως). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-φάνεια [fánia]

Για παράδειγμα, η σοβαροφάνεια είναι το να φαίνεται κάποιος σοβαρός αλλά να μην είναι.

αληθοφάνεια, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, ηλιοφάνεια, νεκροφάνεια, σοβαροφάνεια, σπουδαιοφάνεια

✔ Η λέξη υπερηφάνεια δεν περιέχει το συστατικό -φάνεια, αλλά συνδέεται με το αρχαίο υπερηφανία (< υπερήφανος).

Επίθετα

-φανής [-fanís], -φανής, -φανές

Για παράδειγμα, αληθοφανής είναι αυτός που φαίνεται αληθινός, ενώ οφθαλμοφανές είναι αυτό που είναι ολοφάνερο.

αδιαφανής, αληθοφανής, αφανής, διαφανής, δικαιοφανής, εμφανής, επιφανής, ευλογοφανής, ημιδιαφανής, καινοφανής, καταφανής, νομιμοφανής, οφθαλμοφανής, πασιφανής, προφανής, πρωτοφανής, σοβαροφανής, σπουδαιοφανής

⇨ Το επίθετο διαφανής έχει παράλληλο τύπο διάφανος (πρβ. και μισο-διάφανος, ημι-διάφανος, α-διάφανος).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(γλωσς.) Στη γλωσσολογία, δοτικοφανής είναι η λέξη που βρίσκεται σε δοτική πτώση και συνήθως χρησιμοποιείται ως επίρρημα (όπως οι λέξεις φύσει, θέσει κτλ.).


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.