Λεξισκόπιο: προσεταιρίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-σε-ται-ρί-ζο-μαι

Μορφολογία

προσεταιρίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσεταιρίζομαιπροσεταιριζόμαστε
Βπροσεταιρίζεσαιπροσεταιρίζεστε & προσεταιριζόσαστε προφ.
Γπροσεταιρίζεταιπροσεταιρίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροσεταιρίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσεταιριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσεταιρίστηκα & προσεταιρίσθηκα λόγ. προσεταιριστήκαμε & προσεταιρισθήκαμε λόγ.
Βπροσεταιρίστηκες & προσεταιρίσθηκες λόγ. προσεταιριστήκατε & προσεταιρισθήκατε λόγ.
Γπροσεταιρίστηκε & προσεταιρίσθηκε λόγ. προσεταιρίστηκαν & προσεταιρίσθηκαν λόγ. & προσεταιριστήκαν προφ. & προσεταιριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσεταιριστώ & προσεταιρισθώ λόγ. προσεταιριστούμε & προσεταιρισθούμε λόγ.
Βπροσεταιριστείς & προσεταιρισθείς λόγ. προσεταιριστείτε & προσεταιρισθείτε λόγ.
Γπροσεταιριστεί & προσεταιρισθεί λόγ. προσεταιριστούν & προσεταιρισθούν λόγ. & προσεταιρισθούνε λόγ. & προσεταιριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσεταιρίσουπροσεταιριστείτε & προσεταιρισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσεταιριστεί & προσεταιρισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσεταιριζόμουν & προσεταιριζόμουνα προφ. προσεταιριζόμασταν & προσεταιριζόμαστε
Βπροσεταιριζόσουν & προσεταιριζόσουνα προφ. προσεταιριζόσασταν & προσεταιριζόσαστε προφ.
Γπροσεταιριζόταν & προσεταιριζότανε προφ. προσεταιρίζονταν & προσεταιριζόντανε προφ. & προσεταιριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροσεταιρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προσεταιρίζομαι ρήμ.

Σπαίρνω με το μέρος μου


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.