Λεξισκόπιο: προσβάλλει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-σβάλ-λει

Μορφολογία

προσβάλλω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσβάλλωπροσβάλλουμε & προσβάλλομε διαλ.
Βπροσβάλλειςπροσβάλλετε
Γπροσβάλλειπροσβάλλουν & προσβάλλουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόσβαλλεπροσβάλλετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσβάλλοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέβαλα & πρόσβαλαπροσβάλαμε
Βπροσέβαλες & πρόσβαλεςπροσβάλατε
Γπροσέβαλε & πρόσβαλεπροσέβαλαν & πρόσβαλαν & προσβάλαν προφ. & προσβάλανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσβάλωπροσβάλουμε & προσβάλομε διαλ.
Βπροσβάλειςπροσβάλετε
Γπροσβάλειπροσβάλουν & προσβάλουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπρόσβαλεπροσβάλετε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσβάλει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσέβαλλα & πρόσβαλλαπροσβάλλαμε
Βπροσέβαλλες & πρόσβαλλεςπροσβάλλατε
Γπροσέβαλλε & πρόσβαλλεπροσέβαλλαν & πρόσβαλλαν & προσβάλλαν προφ. & προσβάλλανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσβάλλομαιπροσβαλλόμαστε
Βπροσβάλλεσαιπροσβάλλεστε & προσβαλλόσαστε προφ.
Γπροσβάλλεταιπροσβάλλονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροσβάλλεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσβαλλόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσβλήθηκαπροσβληθήκαμε
Βπροσβλήθηκεςπροσβληθήκατε
Γπροσβλήθηκεπροσβλήθηκαν & προσβληθήκαν προφ. & προσβληθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσβληθώπροσβληθούμε
Βπροσβληθείςπροσβληθείτε
Γπροσβληθείπροσβληθούν & προσβληθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροσβληθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσβληθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσβαλλόμουν & προσβαλλόμουνα προφ. προσβαλλόμασταν & προσβαλλόμαστε
Βπροσβαλλόσουν & προσβαλλόσουνα προφ. προσβαλλόσασταν & προσβαλλόσαστε προφ.
Γπροσβαλλόταν & προσβαλλότανε προφ. προσβάλλονταν & προσβαλλόντανε προφ. & προσβαλλόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροσβεβλημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προσβάλλω ρήμ.

  1. Σεπιτίθεμαι: Τα συμμαχικά βομβαρδιστικά προσβάλλουν τους στόχους των εχθρών.
  2. Σθίγω2: Τα λόγια σου με προσβάλλουν.
  3. Σαμφισβητώ: Προσέβαλε τις αποφάσεις του συμβουλίου.

προσβάλλομαι

Σπαθαίνω2, αρπάζω4, κολλάω12 προφ.: Προσβλήθηκε από τη νόσο των τρελών αγελάδων.


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.