Λεξισκόπιο: προσαρμοστώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

προ-σαρ-μο-στώ

Μορφολογία

προσαρμόζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσαρμόζωπροσαρμόζουμε & προσαρμόζομε διαλ.
Βπροσαρμόζειςπροσαρμόζετε
Γπροσαρμόζειπροσαρμόζουν & προσαρμόζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσάρμοζεπροσαρμόζετε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσαρμόζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσάρμοσαπροσαρμόσαμε
Βπροσάρμοσεςπροσαρμόσατε
Γπροσάρμοσεπροσάρμοσαν & προσαρμόσαν προφ. & προσαρμόσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσαρμόσωπροσαρμόσουμε & προσαρμόσομε διαλ.
Βπροσαρμόσειςπροσαρμόσετε
Γπροσαρμόσειπροσαρμόσουν & προσαρμόσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσάρμοσεπροσαρμόσετε & προσαρμόστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσαρμόσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσάρμοζαπροσαρμόζαμε
Βπροσάρμοζεςπροσαρμόζατε
Γπροσάρμοζεπροσάρμοζαν & προσαρμόζαν προφ. & προσαρμόζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσαρμόζομαιπροσαρμοζόμαστε
Βπροσαρμόζεσαιπροσαρμόζεστε & προσαρμοζόσαστε προφ.
Γπροσαρμόζεταιπροσαρμόζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπροσαρμόζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπροσαρμοζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσαρμόστηκα & προσαρμόσθηκα λόγ. προσαρμοστήκαμε & προσαρμοσθήκαμε λόγ.
Βπροσαρμόστηκες & προσαρμόσθηκες λόγ. προσαρμοστήκατε & προσαρμοσθήκατε λόγ.
Γπροσαρμόστηκε & προσαρμόσθηκε λόγ. προσαρμόστηκαν & προσαρμόσθηκαν λόγ. & προσαρμοστήκαν προφ. & προσαρμοστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσαρμοστώ & προσαρμοσθώ λόγ. προσαρμοστούμε & προσαρμοσθούμε λόγ.
Βπροσαρμοστείς & προσαρμοσθείς λόγ. προσαρμοστείτε & προσαρμοσθείτε λόγ.
Γπροσαρμοστεί & προσαρμοσθεί λόγ. προσαρμοστούν & προσαρμοσθούν λόγ. & προσαρμοσθούνε λόγ. & προσαρμοστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπροσαρμόσουπροσαρμοστείτε & προσαρμοσθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοπροσαρμοστεί & προσαρμοσθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απροσαρμοζόμουν & προσαρμοζόμουνα προφ. προσαρμοζόμασταν & προσαρμοζόμαστε
Βπροσαρμοζόσουν & προσαρμοζόσουνα προφ. προσαρμοζόσασταν & προσαρμοζόσαστε προφ.
Γπροσαρμοζόταν & προσαρμοζότανε προφ. προσαρμόζονταν & προσαρμοζόντανε προφ. & προσαρμοζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπροσαρμοσμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

προσαρμόζω ρήμ.

  1. Σεφαρμόζω1: Προσάρμοσε το σωλήνα στο στόμιο της φιάλης.
  2. Σεναρμονίζω, ευθυγραμμίζω2: Προσαρμόζει το ντύσιμό της στις απαιτήσεις της μόδας.

προσαρμόζομαι

Σεγκλιματίζομαι, εξοικειώνομαι


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.