Λεξισκόπιο: πλεονεκτώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πλε-ο-νε-κτώ

Μορφολογία

πλεονεκτώ ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απλεονεκτώπλεονεκτούμε
Βπλεονεκτείςπλεονεκτείτε
Γπλεονεκτείπλεονεκτούν & πλεονεκτούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπλεονεκτείτε
Ενεστώτας-Μετοχήπλεονεκτώντας
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απλεονεκτούσαπλεονεκτούσαμε
Βπλεονεκτούσεςπλεονεκτούσατε
Γπλεονεκτούσεπλεονεκτούσαν & πλεονεκτούσανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

πλεονεκτώ ρήμ.

Συπερέχω, υπερτερώ Αμειονεκτώ

Προθήματα - Επιθήματα

πλειο- [plio]

πλειό- [plió] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
πλεον- [pleon] πριν από φωνήεν
πλειονο- [pliono] σπάνια

Προέρχεται από το αρχαίο πλείων, συγκριτικό βαθμό του επιθέτου πολύς.

1. Μεγαλύτερο ή περισσότερο

Το πλειο- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει σε μεγαλύτερο βαθμό αριθμητικά ή ποιοτικά. Για παράδειγμα, πλειοψηφεί κανείς όταν έχει με το μέρος του το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων σε σχέση με τους άλλους· η πλειοδοσία είναι η υψηλότερη χρηματική προσφορά σε μια δημοπρασία.

πλειοδοσία

πλειοδοτικός, -ή, -ό

πλειοδοτώ

πλειοψηφία / πλειονοψηφία

πλειομετρικός, -ή, -ό

πλειοψηφώ / πλειονοψηφώ

πλεονέκτημα

πλειοψηφικός, -ή, -ό

πλεονεκτώ

πλεονεξία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται συνήθως με το μειο-* (π.χ. πλειοδοσίαμειοδοσία). Ειδικά στην περίπτωση της πλεονεξίας (= η τάση του πλεονέκτη, που επιζητεί να έχει υπερβολικά πολλά), η μειονεξία δεν είναι αντίθετη σημασία, αλλά δηλώνει την ιδιότητα του μειονεκτικού, αυτού που υστερεί ή που έχει κάποιο ελάττωμα.

✔ Συνήθως, όταν υπάρχουν παράλληλοι τύποι (π.χ. πλειοψηφία - πλειονοψηφία), η λέξη με το πλειονο- χρησιμοποιείται σε επίσημο ύφος.

▶ Λέξεις όπως πλεονάζω, πλεόνασμα, πλεονασμός, πλεοναστικός προέρχονται από το επίρρημα πλέον.

▶ Στις λέξεις πλειόκαινο, πλειόκαινος (γεωλογία) αποδίδεται ο διεθνής όρος plio- που ανάγεται στο ελληνικό πλειο-.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.