Λεξισκόπιο: παρθένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

παρ-θέ-νος

Μορφολογία

παρθένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπαρθένοςοιπαρθένοι
Γενικήτουπαρθένουτωνπαρθένων
Αιτιατικήτονπαρθένοτουςπαρθένους
Κλητική παρθένε παρθένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπαρθένα & παρθένος λόγ. οιπαρθένες & παρθένοι λόγ.
Γενικήτηςπαρθένας & παρθένου λόγ. τωνπαρθένων λόγ.
Αιτιατικήτηνπαρθένα & παρθένο λόγ. τιςπαρθένες & παρθένους λόγ.
Κλητική παρθένα & παρθένε λόγ.  παρθένες & παρθένοι λόγ.
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπαρθένοταπαρθένα
Γενικήτουπαρθένουτωνπαρθένων
Αιτιατικήτοπαρθένοταπαρθένα
Κλητική παρθένο παρθένα

παρθένος ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπαρθένοςοιπαρθένοι
Γενικήτουπαρθένουτωνπαρθένων
Αιτιατικήτονπαρθένοτουςπαρθένους
Κλητική παρθένε παρθένοι

παρθένα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπαρθένα & παρθένοςοιπαρθένες & παρθένοι
Γενικήτηςπαρθένας & παρθένουτωνπαρθένων
Αιτιατικήτηνπαρθένα & παρθένοτιςπαρθένες & παρθένους
Κλητική παρθένα & παρθένε παρθένες & παρθένοι

Συνώνυμα - Αντίθετα

παρθένος επίθ.

  1. Σανόθευτος2, γνήσιος1: παρθένο μαλλί
  2. Σαπάτητος2: παρθένα περιοχή

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.