Λεξισκόπιο: παρευρισκόμενος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ρευ-ρι-σκό-με-νος

Μορφολογία

παρευρίσκομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρευρίσκομαιπαρευρισκόμαστε
Βπαρευρίσκεσαιπαρευρίσκεστε & παρευρισκόσαστε προφ.
Γπαρευρίσκεταιπαρευρίσκονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαρευρίσκεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπαρευρισκόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρευρέθηκαπαρευρεθήκαμε
Βπαρευρέθηκεςπαρευρεθήκατε
Γπαρευρέθηκεπαρευρέθηκαν & παρευρεθήκαν προφ. & παρευρεθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρευρεθώπαρευρεθούμε
Βπαρευρεθείςπαρευρεθείτε
Γπαρευρεθείπαρευρεθούν & παρευρεθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαρευρέσουπαρευρεθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαρευρεθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρευρισκόμουν & παρευρισκόμουνα προφ. παρευρισκόμασταν & παρευρισκόμαστε
Βπαρευρισκόσουν & παρευρισκόσουνα προφ. παρευρισκόσασταν & παρευρισκόσαστε προφ.
Γπαρευρισκόταν & παρευρισκότανε προφ. παρευρίσκονταν & παρευρισκόντανε προφ. & παρευρισκόντουσαν προφ.

παρευρισκόμενος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπαρευρισκόμενοςοιπαρευρισκόμενοι
Γενικήτουπαρευρισκόμενου & παρευρισκομένου λόγ. τωνπαρευρισκόμενων & παρευρισκομένων λόγ.
Αιτιατικήτονπαρευρισκόμενοτουςπαρευρισκόμενους & παρευρισκομένους λόγ.
Κλητική παρευρισκόμενε παρευρισκόμενοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπαρευρισκόμενηοιπαρευρισκόμενες
Γενικήτηςπαρευρισκόμενηςτωνπαρευρισκόμενων
Αιτιατικήτηνπαρευρισκόμενητιςπαρευρισκόμενες
Κλητική παρευρισκόμενη παρευρισκόμενες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπαρευρισκόμενοταπαρευρισκόμενα
Γενικήτουπαρευρισκόμενουτωνπαρευρισκόμενων
Αιτιατικήτοπαρευρισκόμενοταπαρευρισκόμενα
Κλητική παρευρισκόμενο παρευρισκόμενα

Συνώνυμα - Αντίθετα

παρευρίσκομαι ρήμ. λόγ.

Σείμαι παρών, παρίσταμαι λόγ. Ααπουσιάζω


παρευρισκόμενος επίθ.

Σπαρών1


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.