Λεξισκόπιο: παραμελώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ρα-με-λώ

Μορφολογία

παραμελώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμελώπαραμελούμε
Βπαραμελείςπαραμελείτε
Γπαραμελείπαραμελούν & παραμελούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαραμελείτε
Ενεστώτας-Μετοχήπαραμελώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμέλησαπαραμελήσαμε
Βπαραμέλησεςπαραμελήσατε
Γπαραμέλησεπαραμέλησαν & παραμελήσαν προφ. & παραμελήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμελήσωπαραμελήσουμε & παραμελήσομε διαλ.
Βπαραμελήσειςπαραμελήσετε
Γπαραμελήσειπαραμελήσουν & παραμελήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραμέλησεπαραμελήσετε & παραμελήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαραμελήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμελούσαπαραμελούσαμε
Βπαραμελούσεςπαραμελούσατε
Γπαραμελούσεπαραμελούσαν & παραμελούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμελούμαιπαραμελούμαστε προφ.
Βπαραμελείσαιπαραμελείστε
Γπαραμελείταιπαραμελούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαραμελείστε
Ενεστώτας-Μετοχήπαραμελούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμελήθηκαπαραμεληθήκαμε
Βπαραμελήθηκεςπαραμεληθήκατε
Γπαραμελήθηκεπαραμελήθηκαν & παραμεληθήκαν προφ. & παραμεληθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμεληθώπαραμεληθούμε
Βπαραμεληθείςπαραμεληθείτε
Γπαραμεληθείπαραμεληθούν & παραμεληθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραμελήσουπαραμεληθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαραμεληθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραμελούμουν προφ. παραμελούμασταν προφ. & παραμελούμαστε προφ.
Β------
Γπαραμελείτο λόγ. & παραμελούνταν προφ. παραμελούντο λόγ. & παραμελούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπαραμελημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παραμελώ ρήμ.

Σαδιαφορώ1, εγκαταλείπω2: Παραμελεί την εμφάνισή της. Απεριποιούμαι1


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.