Λεξισκόπιο: παραιτούμαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ραι-τού-μαι

Μορφολογία

παραιτώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραιτώπαραιτούμε
Βπαραιτείςπαραιτείτε
Γπαραιτείπαραιτούν & παραιτούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαραιτείτε
Ενεστώτας-Μετοχήπαραιτώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραίτησαπαραιτήσαμε
Βπαραίτησεςπαραιτήσατε
Γπαραίτησεπαραίτησαν & παραιτήσαν προφ. & παραιτήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραιτήσωπαραιτήσουμε & παραιτήσομε διαλ.
Βπαραιτήσειςπαραιτήσετε
Γπαραιτήσειπαραιτήσουν & παραιτήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραίτησεπαραιτήσετε & παραιτήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαραιτήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραιτούσαπαραιτούσαμε
Βπαραιτούσεςπαραιτούσατε
Γπαραιτούσεπαραιτούσαν & παραιτούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραιτούμαιπαραιτούμαστε προφ.
Βπαραιτείσαιπαραιτείστε
Γπαραιτείταιπαραιτούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπαραιτείστε
Ενεστώτας-Μετοχήπαραιτούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραιτήθηκαπαραιτηθήκαμε
Βπαραιτήθηκεςπαραιτηθήκατε
Γπαραιτήθηκεπαραιτήθηκαν & παραιτηθήκαν προφ. & παραιτηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραιτηθώπαραιτηθούμε
Βπαραιτηθείςπαραιτηθείτε
Γπαραιτηθείπαραιτηθούν & παραιτηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαραιτήσουπαραιτηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαραιτηθεί
Αόριστος-Μετοχήπαραιτηθείς λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαραιτούμουν προφ. παραιτούμασταν προφ. & παραιτούμαστε προφ.
Β------
Γπαραιτείτο λόγ. & παραιτούνταν προφ. παραιτούντο λόγ. & παραιτούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπαραιτημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παραιτούμαι ρήμ.

  1. Συποβάλλω παραίτηση
  2. Σαποσύρομαι, αποχωρώ3
  3. Σεγκαταλείπω3, τα παρατάω, σταματάω5: Παραιτήθηκε από την προσπάθεια.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.