Λεξισκόπιο: παντοπώλης

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ντο-πώ-λης

Μορφολογία

παντοπώλης ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπαντοπώληςοιπαντοπώλες
Γενικήτουπαντοπώλητωνπαντοπωλών
Αιτιατικήτονπαντοπώλητουςπαντοπώλες
Κλητική παντοπώλη παντοπώλες

παντοπώλισσα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπαντοπώλισσαοιπαντοπώλισσες
Γενικήτηςπαντοπώλισσαςτωνπαντοπωλισσών
Αιτιατικήτηνπαντοπώλισσατιςπαντοπώλισσες
Κλητική παντοπώλισσα παντοπώλισσες

Συνώνυμα - Αντίθετα

παντοπώλης ουσ.

Σμπακάλης

Προθήματα - Επιθήματα

παντο- [pando]

παντ- [pand] πριν από φωνήεν
πανθ- [panθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από το θέμα παντ- του αρχαίου επιθέτου πας (= όλος).

1. Αναφορά σε όλα τα πράγματα

Το παντο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μία ενέργεια που αφορά όλα τα πρόσωπα ή τα πράγματα που συνδέονται με αυτήν. Για παράδειγμα, ο παντογνώστης είναι αυτός που γνωρίζει τα πάντα· κάτι πανθομολογείται όταν γίνεται αποδεκτό από όλους.

παντογνώστης (θηλ. -τρια)

παντοδύναμος, -η, -ο

πανθομολογούμαι

παντοδυναμία

παντοπωλείο

παντοπώλης (θηλ. -ισσα)

▶ Σπάνια το παντο- χρησιμοποιείται και με επιτατική σημασία. Για παράδειγμα, παντέρημη είναι η εντελώς έρημη χώρα.

παντέρημος, -η, -ο (και προφ. παντέρμος, -η, -ο)

-πωλ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -πωλ- έχουν σχέση με την πώληση και την εμπορία κάποιου προϊόντος.Το συστατικό -πωλ- προέρχεται από το ρήμα πωλώ. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-πωλώ [poló] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, όταν μονοπωλώ κάτι, το εμπορεύομαι (πουλάω) μόνο εγώ.

μονοπωλώ, μοσχοπωλώ (και συχνότερα μοσχοπουλάω/-ώ)

Ουσιαστικά

-πωλείο [polío]

Για παράδειγμα, στο κρεοπωλείο αγοράζουμε κρέας· το ψητοπωλείο είναι εστιατόριο που σερβίρει ψητά κρέατα της ώρας.

αδαμαντοπωλείο, ανθοπωλείο, βιβλιοπωλείο, γαλακτοπωλείο, δισκοπωλείο, κοσμηματοπωλείο, κρεοπωλείο, μεζεδοπωλείο, οπωροπωλείο, παλαιοπωλείο, παντοπωλείο, χαρτοπωλείο, ψητοπωλείο

-πώλης [pólis] (θηλ. -πώλισσα)

Για παράδειγμα, ο ανθοπώλης πουλάει λουλούδια.

αδαμαντοπώλης, ανθοπώλης, εφημεριδοπώλης, ιχθυοπώλης, κοσμηματοπώλης, κρεοπώλης, λαχειοπώλης, παλαιοπώλης, παντοπώλης, χαρτοπώλης

✔ Το -πώλης σχηματίζει το λόγιο τύπο επαγγελματικών ουσιαστικών, όταν υπάρχει αντίστοιχος προφορικός (π.χ. ιχθυοπώλης - ψαράς, κρεοπώλης - χασάπης, οπωροπώλης - μανάβης, παντοπώλης - μπακάλης).

▶ (οικον.) Στο οικονομικό λεξιλόγιο, οι λέξεις σε -πώλιο αναφέρονται στην αποκλειστικότητα πώλησης ενός αγαθού είτε από έναν (μονοπώλιο) είτε από λίγους (ολιγοπώλιο).


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.