Λεξισκόπιο: ξερός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξε-ρός

Μορφολογία

ξερός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοξερόςοιξεροί
Γενικήτουξερούτωνξερών
Αιτιατικήτονξερότουςξερούς
Κλητική ξερέ ξεροί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηξερήοιξερές
Γενικήτηςξερήςτωνξερών
Αιτιατικήτηνξερήτιςξερές
Κλητική ξερή ξερές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοξερόταξερά
Γενικήτουξερούτωνξερών
Αιτιατικήτοξερόταξερά
Κλητική ξερό ξερά

ξερότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοξερότεροςοιξερότεροι
Γενικήτουξερότερουτωνξερότερων
Αιτιατικήτονξερότεροτουςξερότερους
Κλητική ξερότερε ξερότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηξερότερηοιξερότερες
Γενικήτηςξερότερηςτωνξερότερων
Αιτιατικήτηνξερότερητιςξερότερες
Κλητική ξερότερη ξερότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοξερότεροταξερότερα
Γενικήτουξερότερουτωνξερότερων
Αιτιατικήτοξερότεροταξερότερα
Κλητική ξερότερο ξερότερα

ξερότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοξερότατοςοιξερότατοι
Γενικήτουξερότατουτωνξερότατων
Αιτιατικήτονξερότατοτουςξερότατους
Κλητική ξερότατε ξερότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηξερότατηοιξερότατες
Γενικήτηςξερότατηςτωνξερότατων
Αιτιατικήτηνξερότατητιςξερότατες
Κλητική ξερότατη ξερότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοξερότατοταξερότατα
Γενικήτουξερότατουτωνξερότατων
Αιτιατικήτοξερότατοταξερότατα
Κλητική ξερότατο ξερότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ξερός επίθ.

  1. Σμαραμένος: ξερά φύλλα Αχλωρός
  2. Σστεγνός2, αφυδατωμένος: Το χώμα είναι τελείως ξερό.
  3. Σαποξηραμένος: ξερά δαμάσκηνα Αφρέσκος2, χλωρός
  4. Σμπαγιάτικος: ξερό ψωμί
  5. Σάνυδρος: ξερά νησιά
  6. Σλιπόθυμος, αναίσθητος1, σέκος προφ., τέζα προφ.: Κόντεψε να πέσει ξερή.
  7. Σκατάπληκτος, άναυδος, άφωνος2: Έμειναν όλοι ξεροί σαν έμαθαν για το φονικό.
  8. Στυπικός2, ψυχρός3: Περιορίστηκε σ' έναν ξερό χαιρετισμό.

ΕΚΦ: πέφτω ξερός, αφήνω ξερό


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.